Οχλοβοή
στον ναό της αστικής μάχης.
Θαμώνες και περαστικοί
με ένα κερί χλωμό στο χέρι
-φορώντας προβιά λύκου-
στέκουν στον μαρμάρινο σολέα,
και περιμένουν την γέννηση της Κίρκης.
Φωνασκούν και διαπληκτίζονται,
δίχως αίτιο και Ιούδα.
Στις τσέπες φυλούν γάλανθο
και κέρματα από ασήμι.
Στον ομφαλό του τρούλου,
άγιοι με βλέμμα στωικό
ακολουθούν την ραψωδία,
από τα μάτια τους
αναβλύζει αίμα μνηστήρων,
που καταλήγει στον Ιορδάνη ποταμό.
Κανένας ήρωας
δεν περνά το κατώφλι του ναού,
κανένα θαύμα δεν λαβώνει
την γέννηση της Κίρκης.
Ο χρόνος παντοκράτορας,
και η θλίψη δεν παύει
να δίνει χρησμούς στους απόντες θνητούς.
