Μόρα, Το σημάδι της Σάρας, ενύπνιο, 2025
Γράφει ο Δήμος Χλωπτσιούδης*
Τα τελευταία χρόνια, παρατηρούμε μια σημαντική άνθιση ποιητικών συλλογών που διαπραγματεύονται τη θηλυκή ταυτότητα μέσα από το πρίσμα του παραλόγου. Αυτά τα έργα, συχνά αξιοποιώντας συμβολισμούς και μεταφορές, αναδεικνύουν αυτό που στο παρελθόν ονομάσαμε «θηλυκοφαγία» ή «κανιβαλισμό σε βάρος του θηλυκού» –μια ιστορική πραγματικότητα καταπίεσης που τώρα επανεξετάζεται με δημιουργικό πνεύμα. Παράλληλα, γίνεται όλο και πιο εμφανής η τάση προς υβριδικές ποιητικές μορφές, όπου τα όρια μεταξύ ποίησης, πεζού λόγου, performance και επικής αφήγησης θολώνουν, δημιουργώντας νέους χώρους έκφρασης. Σε αυτό το πλαίσιο εμφανίζεται η νέα συλλογή της Βίκυς Κατσαρού, Μόρα, Το σημάδι της Σάρας (ενύπνιο, 2025), ένα έργο που ενσωματώνει και υπερβαίνει αυτές τις τάσεις, προσφέροντας μια ποιητική επανάσταση που συνδυάζει έντονη φεμινιστική συνείδηση με πρωτοποριακή αισθητική.
Η Μόρα της Κατσαρού αποτελεί μια τολμηρή και πρωτότυπη επέμβαση στον χώρο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Το έργο κινείται στον χώρο του θηλυκού παραλόγου, προσφέροντας μια ισχυρή φεμινιστική διεκδίκηση μέσα από μία γραφή που συνδυάζει οργή, αγωνία και την αναζήτηση μιας νέας έμφυλης ταυτότητας. Η συλλογή δεν φοβάται να κοιτάξει κατάματα την εποχή μας ως εποχή βίας, κανιβαλισμού και καταπίεσης του θηλυκού. Στην πραγματικότητα, η Κατσαρού μάς παραδίδει ένα σύγχρονο έπος με έντονο ρυθμό, όπου εναλλάσσονται άμετροι και έμμετροι στίχοι, δημιουργώντας μια δυναμική αφηγηματική ροή που διατηρείται συνεχής ακόμη και στα πεζά της συλλογής.
Το έργο αποτελεί μια ενιαία σύλληψη που ξεφεύγει από τους παραδοσιακούς ορισμούς της ποιητικής σύνθεσης. Η μεικτή αισθητική και ο ιδεολογικός συγκρητισμός ορίζουν ένα ποιητικό υβρίδιο που συνδέει τη μονολογική σκηνική ποίηση, το spoken word, τον πεζό λόγο και την επική αφήγηση. Αυτή η υβριδική φύση του έργου αποτελεί ουσιαστικά μια ποιητική αντανάκλαση της πολυπρισματικής γυναικείας ταυτότητας που επιχειρεί να αποδομήσει η ποιήτρια. Ο ειδολογικός συγκρητισμός και η απόρριψη των αυστηρών αισθητικών κανόνων υπηρετούν την αίσθηση του “επικού” ρυθμού και της προφορικής έντασης, κάνοντας την ανάγνωση να θυμίζει κάποιες φορές θεατρική performance.
Στην ποιητική αφήγηση, εναρμονισμένοι στίχοι επαναλαμβάνονται κατά το πρότυπο των επικών μοτίβων, δημιουργώντας έναν ρυθμικό παλμό που θυμίζει τα ρεφρέν του τραγουδιού ή τις κλισέ φράσεις της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτές οι επαναλήψεις λειτουργούν ως ομογενοποιητικοί δεσμοί στο πολυπρισματικό περιεχόμενο του έργου, προσφέροντας μια αίσθηση ενότητας μέσα στη διακύμανση των θεμάτων και των τόνων. Η ποιητική αφήγηση επικεντρώνεται στις γυναίκες που “γέννησαν την καταστροφή” κατά των ανδρών που τις καταπιέζουν. Πρόκειται για γυναίκες που, μέσα από τους δικούς τους μύθους και τραύματα, στρέφονται ενάντια σε έναν κόσμο και σε άνδρες που τις καταδυναστεύουν, διεκδικώντας χώρο και φωνή μέσα στην Ιστορία. Την αφήγηση αυτή υπηρετεί ένα πλούσιο σύμπλεγμα συμβόλων, το οποίο η ποιήτρια αντλεί τόσο από τη βιβλική όσο και από τη μυθική παράδοση. Η Κατσαρού δημιουργεί έναν ιδιαίτερο συμβολισμό γύρω από την έννοια του θηλυκού, μετατρέποντάς το σε ένα εργαλείο αντίστασης, αποδομώντας συστηματικά την ιστορική θηλυκοφαγίας. Μέσα από το παράλογο και τον υπερρεαλισμό της αποσύνθεσης, εκθέτει τις διαχρονικές μορφές βίας και καταπίεσης που έχουν υποστεί οι γυναίκες.
Η Κατσαρού αξιοποιεί με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία τη λογοτεχνική παράδοση των “επικίνδυνων θηλυκών”, εκείνων των γυναικείων χαρακτήρων που κατά τη μυθολογία και τη λογοτεχνία καταστρέφουν άντρες. Ωστόσο, εδώ αυτή η παράδοση ανασυντίθεται μέσα από ένα αποκλειστικά γυναικείο βλέμμα, γεμάτο συμβολισμούς και κοινωνικό σχολιασμό. Οι μυθικές φιγούρες και πρόσωπα της θρησκευτικής η λογοτεχνικής παράδοσης δρουν σε ένα έπος που ανατέμνει τον κανιβαλισμό σε βάρος του θηλυκού σώματος και της γυναικείας ύπαρξης. Η λογοτεχνική παράδοση των “επικίνδυνων θηλυκών” επανέρχεται όχι ως στερεότυπο, αλλά ως όπλο. Η γυναίκα παρουσιάζεται όχι ως απειλή για το ανδρικό σύμπαν επειδή είναι το Άλλο (κλασική δυϊστική αντίληψη με καταγωγή στο αρχαίο ελληνικό πνεύμα και τον Χριστιανισμό), αλλά επειδή αρνείται πια να υποταχθεί στους όρους του.
Το παράλογο κυριαρχεί στη σύνθεση, υποστηρίζοντας έναν υπερρεαλισμό της αποσύνθεσης, βασισμένο στην ανοικείωση και στη συνειρμική κίνηση εφιαλτικών εικόνων. Οι εικόνες γεννιούνται από την ιστορική εμπειρία της γυναικείας καταπίεσης και τη μνήμη της συλλογικής εξέγερσης. Έτσι, η Μόρα αποκτά μια σκοτεινή ονειρική υφή, όπου το όνειρο γίνεται εφιάλτης και ο εφιάλτης μετατρέπεται σε πολιτική πράξη. Κεντρικό ρόλο στο έργο παίζει το σωματικό στοιχείο. Ακολουθώντας την παράδοση της μεταπολεμικής έμφυλης ποίησης, η Κατσαρού αξιοποιεί τον διαμελισμό του γυναικείου σώματος (ένα μοτίβο που εισήγαγαν άνδρες ποιητές) για να το ανατρέψει. Μέσα από το παράλογο, αποκαλύπτει τη θηλυκοφαγία που διαπερνά πολιτισμούς και αιώνες. Η σύνδεση με τη θρησκευτική και μυθική παράδοση τής επιτρέπει να δώσει διαχρονικό βάθος στις μορφές της καταπίεσης (αγιοποίηση της παρθενίας, κοινωνική επιταγή της τεκνοποίησης, κυνήγι μαγισσών, διώξεις μαιών, καταραμένες γυναικείες φιγούρες της αρχαιότητας). Όλα αυτά επανεμφανίζονται μεταμορφωμένα, σαν φαντάσματα που απαιτούν δικαίωση.
Η Μόρα είναι, με αυτή την έννοια, μια βλάσφημη παρέμβαση στον δημόσιο λόγο. Αμφισβητεί αισθητικά, θρησκευτικά και έμφυλα στερεότυπα, προκαλώντας τον αναγνώστη και την αναγνώστρια να αντιμετωπίσουν το δικό τους βλέμμα πάνω στη γυναίκα. Η πρόκληση αυτή, όπως συμβαίνει συχνά, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί “μισανδρισμός” (φευ) από ένα μέρος του κοινού. Η ιστορία της λογοτεχνίας μάς θυμίζει πως η εγκατάλειψη των “υψηλών” ιδανικών για χάρη θεμάτων φύλου και σεξουαλικότητας συχνά οδηγούσε σε περιθωριοποίηση των δημιουργών. Όταν όμως τέτοια θέματα γίνονται μέρος του mainstream προβληματισμού, η αντίδραση κατηγορείται για “προκλητικότητα”. Αλλά η Κατσαρού ακριβώς σε αυτές τις προκλητικές στάσεις θεμελιώνει την κύρια προβληματική της. Επιδιώκει την ανατροπή των παγιωμένων αντιλήψεων για την ποίηση (τη φόρμα, το ύφος, τον λόγο) αλλά και για την εικόνα της γυναίκας στις αβρααμικές θρησκείες και στον ανδρικό φόβο απέναντι στο θηλυκό που απειλεί να καταστρέψει το πατριαρχικό οικοδόμημα. Αυτή η διπλή ανατροπή −αισθητικά και ιδεολογικά− καθιστά το έργο της Κατσαρού μια παρέμβαση στον δημόσιο λόγο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της ριζικής στάσης της Κατσαρού είναι η πλήρης απουσία ανδρικών ονομάτων στη συλλογή (με τη μοναδική εξαίρεση του κωδικοποιημένου “Χ.”). Αυτή η επιλογή αντιστρέφει τους παραδοσιακούς λογοτεχνικούς κανόνες, όπου για δεκαετίες (από τον ρομαντισμό και έπειτα) οι γυναίκες έμπαιναν σε δεύτερη μοίρα, συχνά παραμένοντας ανώνυμες. Στο έργο της Κατσαρού, οι γυναίκες καταλαμβάνουν κεντρική θέση, τοποθετώντας στη γωνία του πλάνου το αρσενικό και επαναπροσδιορίζοντας τη λογοτεχνική αφήγηση από μια αποκλειστικά γυναικεία οπτική.
Η Μόρα της Βίκυς Κατσαρού, λοιπόν, αποτελεί μια τολμηρή και πρωτότυπη επέμβαση στον χώρο της σύγχρονης ποίησης. Μέσα από την πολύπλευρη και υβριδική γραφή της, η ποιήτρια καταγράφει την γυναικεία εμπειρία σε μια εποχή βίας και συστημικής καταπίεσης, μετατρέποντας την ποίηση σε όπλο αντίστασης και απελευθέρωσης. Το έργο της προκαλεί και προβληματίζει ως μια ζωτική φωνή στον σύγχρονο λογοτεχνικό διάλογο για τα ζητήματα φύλου.
*Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο fractalart.gr
