Αυτή είναι η ζέστη που ψάχνει το ψεγάδι σε καθετί
κι αγαπά το ψεγάδι.
Δεν είναι τίποτα
πιο ασήκωτο απ’ το πνεύμα της,
τίποτα πιο έγκλειστο
απ’ το σώμα εντός της.
Εν μία νυκτί
φυτρώνουν τα κρίνα της·
οι αυλές μας —
γυμνές, ύστερα ψεύτικα χαρούμενες, μετά ξανά γυμνές.
Φαντάσου
να παραδέρνει ο νους γδυτός τη λογική του,
δες στο κορμί σου όχθες ποταμού που σιγοτρώγονται…
Μέσα της, δεν επιζεί κανένας κόσμος
σωρεύοντας περισσότερα απ’ τους γύρω του·
εκεί, η πίεση να γίνεσαι όλο και λιγότερος
είναι η πίεση να παίρνεις
όλο και περισσότερο
για να φτάσεις ως εκεί.
Ω —
άφησέ τη να σε αγγίξει…
Η βεράντα — μικρή κάσα του σώματος — φωτίζεται απότομα
κι η αιώρα ταλαντεύεται αβίαστα πέρα απ’ το χείλος της.
Παρακάτω οι φτέρες — τα καυτά τους στρωσίδια —
και λαμπυρίδων επίδεσμοι
πάνω απ’ τα παχιά καπνοχώραφα·
γρύλλοι κεντώντας τη ζέστη
για να γεμίσουν οι ίδιοι τα κενά.
Λικνίσου στο σκότος εκείνο
κι ύστερα πίσω εκεί
όπου οι τυφλές πεταλούδες της νύχτας
γυροφέρνουν, γυροφέρνουν,
πίσω και μπρος απ’ το ολόλευκο σπίτι
ως τους κισσούς που ξεπλέκονται.
Τίποτα δεν θα σε πιάσει.
Τίποτα δεν θα σ’ αφήσει να φύγεις.
Το λέμε άνθισμα —
το πνεύμα από σένα σκιρτά
κι εσύ παραμένεις.
*Μετάφραση: Ν. Κωσταγιόλας
