Η ΑΜΑΞΟΠΟΡΤΑ
Ήρθε εκείνη η ώρα,
το πρωινό αναβόσβησε τα φώτα,
είχε γεύση από ανοιχτό αμάξι,
τα χείλη μας δεν σάλεψαν,
τα πράγματα μόνο,
ήθελα να ήμουν πεταλούδα,
να περιγελά τον θηρευτή
το μαύρο μάτι στο φτερό μου,
δεν ήταν ψέμα η αναχώρηση,
μεγάλωσε ξαφνικά η αμαξόπορτα
κι αποφάσισε να την ακούσει
ο γκρεμός που απλωνόταν ενώπιόν μας,
δεν είπαμε λέξη όταν φύγαμε.
*
ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Η θάλασσα γυρίζει προς τα πίσω,
για να περπατώ στη μεγάλη άμμο,
μέχρι να σε συναντήσω,
αφήνω τις φωνές μακριά, νυχτώνει.
Δεν θυμάμαι πού πάμε,
μόνο ότι, όταν με γυρίζεις στη στεριά
και με θωρεί η ίδια σου η σκιά,
καθαρό νερό βρέχει στους αστραγάλους,
απ΄ τη δική μας θάλασσα χωρίς αντιπάλους.
Φοβάμαι για τα αθλητικά,
κυματίζεις το χέρι, να μην ασχολούμαι.
Μετά, υπάρχει το μπροστά,
δεν βλέπω το σκούρο σου μπλε μπουφάν.
*Από τη συλλογή “Εκρήγνυμαι”, Εκδόσεις Απόπειρα, 2024.
