Ζήλια
Ζηλεύω αυτό το τσιγάρο που καπνίζεις
Τόσο αφηρημένα.
*
Πλάνο ταξιδιού
Αργά το βράδυ έβαλα όλο το σπίτι πίσω στη θέση του.
Έβαλα στην άκρη όλα τα χαρτιά που περίσσεψαν.
Επιβεβαιώνω στον εαυτό μου τη σταθερότητα των κλειδαριών.
Δεν σου ξαναείπα λέξη.
Από την κορυφή των βουνών της Petrópolis,
με ένα μυτερό καπέλο και ένα ποτιστήρι,
η Ελίζαμπεθ*
επιβεβαίωσε ξανά ότι «Το να χάνεις
είναι πιο εύκολο από όσο νομίζεις».
Έσκισα όλα τα χαρτιά που περίσσεψαν.
«Τα μάτια του αμαρτάνουν, αλλά το σώμα του
όχι», είπε η ακριβής, ταυτόχρονη μεταφράστρια,
και τα χέρια της έτρεμαν. «Είναι επικίνδυνος»,
γέλασε η Καρολίνα, ειδική στο φιλμ Kodak.
Η κάμερα ταξίδεψε σε χαμηλό υψόμετρο.
Η φωνή στα βουνά, άσβεστη
ήμερη φωτιά του πάθους, η φωνή
από τον καθρέφτη των ματιών μου,
που αρνείται κάθε ταξίδι,
και η βραχνή φωνή της ταχύτητας,
ήπια λίγο και από τα τρία
χωρίς να το καταλάβω
σαν κάποιον που ψάχνει για μια κλωστή.
Δεν σου ξαναείπα λέξη,
επαναλαμβάνω, τονίζω,
αργά το βράδυ,
ενώ ξεμπλέκω
χωρίς πολυτέλεια
με βελόνες
τις απόψεις που άκουσα σε μια ατελείωτη μέρα
που δεν μοιάζουν πια με το θολό φως εκείνης της
ίδιας ατελείωτης μέρας.
*Αναφορά στην ποιήτρια Ελίζαμπεθ Μπίσοπ.
*
Δόξα και πλούτος
Έγραψα το όνομά μου τόσες πολλές φορές
και τώρα γίνομαι θέμα εφημερίδας. Πόνοι στο σώμα—νευραλγική γραμμή που διαπερνά την
καρδιά. Οι γείτονες κάτω
παρακαλούν την άμεση απέλασή μου.
Δεν άκουσαν το φρενήρες πιάνο της βροχής
ούτε την πρώτη σωστή ιστορία τρόμου:
στο μουσείο της Μαντάμ Τισό, ο δολοφόνος σμίλευε
τα θύματα του σε κερί. Έγινε είδηση.
Οδηγώ το αυτοκίνητό μου. Κοιτάζω τον κόλπο στο βάθος,
στην ομίχλη των νέον, και σκέφτομαι την Χάια,
το Αμβούργο,το Ντόβερ,τις άγκυρες τις υψωμένες
στη Λισαβόνα. Δεν έφτασα στον νέο κόσμο.
Τίποτα δεν είναι εθνικό. Πέφτω, και στο πήδημα μου,
η ενοχλητική ενοχή πονάει: έχοντας κλέψει
το δικαίωμά σου να υποφέρεις. Έκλεψα τη
σιωπηλή σου φωνή, έπεσα στη θάλασσα,
παίρνω νερό. Δώσε μου τη βάρκα.
*
Τίποτα δεν κρύβει την τελειότητα της αγάπης…
Τίποτα δεν κρύβει την τελειότητα της αγάπης.
Ένα αυτοκίνητο με όπισθεν. Ανάμνηση του κινούμενου νερού. Φιλί.
Ιδιαίτερη γεύση του στόματός σου. Το τελευταίο τρένο που ανεβαίνει στον
παράδεισο.
Τεντώνω τα αυτιά μου.
Συσκευές που κάνουν μόνο ήχο καταλαμβάνουν τον κρυφό τόπο
της ευτυχίας.
Πρέπει να δέσω τον εαυτό μου στα πανιά με τα ίδια μου τα χέρια.
Να ρυμουλκήσω μια βάρκα.
Από εδώ, βαθιά στο καταφύγιο του δάσους, ακούω πράγματα που
δεν έχω ξανακούσει, πουλιά να κλαίνε.
*Η Άνα Κριστίνα Σεζάρ (Ana Cristina Cesar) ήταν ποιήτρια και μεταφράστρια που γεννήθηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας το 1952. Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα ονόματα της Γενιάς του Μικρογράφου. Συνδέεται επίσης με το κίνημα της Περιθωριακής Ποίησης. Το 1969, σε ηλικία 17 ετών, ταξίδεψε στην Αγγλία για πρώτη φορά. Αργότερα, θα έλεγε ότι η μεγαλύτερη συνέπεια αυτής της εμπειρίας ήταν η απώλεια της πίστης της. Ολοκλήρωσε κλασικές σπουδές στη Σχολή Πρακτικών της Φιλοσοφικής Σχολής του Ρίο και αργότερα απέκτησε πτυχίο Λογοτεχνίας από το Καθολικό Πανεπιστήμιο του Ρίο ντε Τζανέιρο. Αποφοίτησε με μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών από το Πανεπιστήμιο του Έσσεξ της Αγγλίας. Μετέφρασε, μεταξύ άλλων, έργα της Κάθριν Μάνσφιλντ και της Έμιλι Ντίκινσον. Ήταν τη δεκαετία του 1970 που άρχισε να αναπτύσσει το ποιητικό της έργο, κατά τη διάρκεια της τελευταίας βραζιλιάνικης στρατιωτικής δικτατορίας (1964-1985). Το 1983, στο τέλος ενός μαθήματος γυναικείας λογοτεχνίας στη Βραζιλία, εισήλθε σε βαθιά καταθλιπτική φάση. Αφού έκανε απόπειρα αυτοκτονίας στην παραλία, παρέμεινε σε ψυχιατρική κλινική για αρκετές εβδομάδες. Στις 29 Οκτωβρίου, επέστρεψε στο σπίτι των γονέων της στην Κοπακαμπάνα, όπου, σε ηλικία μόλις 31 ετών, αυτοκτόνησε πηδώντας από μια βεράντα παρουσία της οικογένειάς της. Δημοσίευσε τα έργα “Σκηνές του Απριλίου” (1978), “Πλήρης Αλληλογραφία” (1978), “Γάντια Σουέτ” (1980) και “Στα Πόδια Σου” (1982). Μετά θάνατον, εκδόθηκαν τα βιβλία “Αδημοσίευτα και Διασκορπισμένα” (1985), “Νέα Σέλετς” και “Ποιητική “(2015).
*Μετάφραση Στέλιος Καραγιάννης
