(γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης)
[Η έκδοση που ακολουθεί το κείμενο είναι η εξής: Μπουκόβσκι, Τσ. (2018). Για τον έρωτα (Γ. Λαμπράκος, Μτφρ., Ε. Παναγιωτου, Επιμ.). Εκδόσεις Πατάκη.]
Γνωστός για το ύφος του, τον τρόπο σκέψης και ζωής του, την κοσμοθεωρία του, τις θεματικές του και την ιδιαίτερη τεχνοτροπία του. Στην ανθολογία ποιημάτων ‘Για τον έρωτα’, όπου συγκεντρώνονται διάφορα ερωτικά ποιήματα (ή ποιήματα για τον έρωτα ή ποιήματα προερχόμενα από τον έρωτα) του λογοτέχνη, ο αναγνώστης μπορεί να θαυμάσει έναν ιδιόρρυθμο, ικανό και πολύπλοκο ποιητή.
Στα μακροσκελή, αφηγηματικά – και ως έναν βαθμό πεζά – ποιήματα του τόμου, διαβάζουμε το πώς ο ποιητής εννοεί τον έρωτα, την αγάπη, τη συνύπαρξη μεταξύ δύο συντρόφων, την προσμονή και την ανυπομονησία, αλλά και τη μελαγχολία, τη θλίψη, την απογοήτευση και τη μοναξιά μέσα από έναν φακό που μας αναγκάζει να τοποθετήσουμε το βλέμμα μας στην πρακτική θα λέγαμε του ερωτική συναισθήματος. Ποιήματα σπασμωδικά, αποκαλυπτικά και κρύφια που εξερευνούν τόσο τη σχέση γραφής και ζωής όσο και τη σχέση χαράς και απώλειας. Πρόκειται για μια διπλή διήγηση: της σύγκρουσης με τον εαυτό αλλά και της ικανοποίησης που φέρνει η πληρότητα.
Ο Μπουκόβσκι εξομολογεί τους έρωτές του, ορμώμενος από διάφορα μικρά και καθημερινά συμβάντα, από πράξεις και σκέψεις της στιγμής, δημιουργώντας συνδέσεις μεταξύ τους. Με τον τρόπο αυτό προσπαθεί να παρουσιάσει την ερωτική συνθήκη ως μία υλικότητα που όμως είναι σχεδόν αδύνατο να κρατηθεί και να κατανοηθεί πλήρως. Ο ποιητής μένει εκτός – με την έννοια της εκούσιας απόσυρσης – της ζωής, στέκεται έξω – και πίσω – από την εμπειρία και αφήνει το στίγμα αυτών να μιλήσει ενώ ο ίδιος χάνεται περιπλανώμενος στις αναμνήσεις και τα βιώματα. Τι κάνει δηλαδή ο ποιητής; Δίνει το λόγο στην εντύπωση της στιγμής, στη ροή των συναισθημάτων και των σκέψεων, αλλά και σε ό,τι απομένει τελικά και παρασέρνει τη διάθεση, μπερδεύει τα συμπεράσματα. Παραθέτω ενδεικτικά το ποίημα ‘Κοιμισμένη γυναίκα’ (σελ. 38-39):
Κοιμισμένη γυναίκα
Κάθομαι ανασηκωμένος στο κρεβάτι τη νύχτα και σ’ ακούω να ροχαλίζεις
Σε γνώρισα σ’ έναν σταθμό λεωφορείου
Και τώρα θαυμάζω την πλάτη σου
Ωχρόλευκη και διάστικτη με
Παιδικές φακίδες
Καθώς η λάμπα ελευθερώνει την άλυτη
Θλίψη του κόσμου
Πάνω στον ύπνο σου.
Δεν μπορώ να δω τα πόδια σου
Αλλά πρέπει να υποθέσω πως είναι
Τα πιο σαγηνευτικά πόδια.
Σε ποιον ανήκεις;
Είσαι πραγματική;
Σκέφτομαι λουλούδια, ζώα, πουλιά
Όλα μοιάζουν παραπάνω από καλά
Και τόσο εμφανώς
Πραγματικά.
Κι όμως δεν μπορείς παρά να είσαι μια
Γυναίκα. Καθένας από μας έχει επιλεγεί να είναι
Κάτι. Η αράχνη, ο μάγειρας.
Ο ελέφαντας. Θαρρείς ο καθένας από μας είναι
Ένας πίνακας που κρέμεται
Στον τοίχο κάποιας γκαλερί.
Και τώρα ο πίνακας γυρνά
Ανάσκελα, και πάνω από έναν καμπύλο αγκώνα
Μπορώ να δω 1/2 στόμα, ένα μάτι και
Σχεδόν μία μύτη.
Η υπόλοιπη είσαι κρυμμένη
Αθέατη
Μα ξέρω πως είσαι ένα
Σύγχρονο, ένα μοντέρνο ζωντανό
Έργο
Ίσως όχι αθάνατο
Αλλά έχουμε
Αγαπηθεί.
Σε παρακαλώ συνέχισε να
Ροχαλίζεις.
Η ποιητική μαεστρία του Τσαρλς Μπουκόβσκι είναι απολύτως εμφανής στην ανθολογία ‘Για τον έρωτα’. Η γραφή του μετακινεί συνεχώς τον αναγνώστη, δεν τον αφήνει να εγκατασταθεί, δεν του επιτρέπει να εμβαθύνει σε μια μεμονωμένη ποιητική θέαση. Πάντα υπάρχει κάποιο στοιχείο που παρεκκλίνει από την επικέντρωση στον στίχο-στόχο, αποσυντονίζει τη συχνά ευλαβική προσοχή στο κεντράρισμα. Τι εννοώ; O Μπουκόβσκι παρουσιάζει μία περίτεχνη λειτουργία όπου συμβαίνει το εξής: ο ποιητής ταξιδεύει τον αναγνώστη ανάμεσα στις διαστάσεις της ζωής και της σκέψης, δημιουργώντας έτσι ένα σύνθετο μείγμα – ετερόκλητων φαινομενικά – ποιητικών παραστάσεων.
Με άλλα λόγια, ο ποιητής παίζει με τον χωροχρόνο, με τα επίπεδα της λογικής και με τα στάδια του ψυχικού του κόσμου. Η γραφή του, ταυτόχρονα γενική και ειδική (συχνά στον υπερθετικό βαθμό), δεν είναι απλώς μια αποτύπωση – προσωπικών και μη – στιγμών, δεν πρόκειται δηλαδή απλώς για την εξιστόρηση ενός μυστήριου βιώματος. Ο ποιητής εκκινεί από διάφορες – σχεδόν πάντα συγκεκριμένες – αφετηρίες – που όμως, κατά την εξέλιξη του ποιήματος, χάνουν κάθε σαφήνεια – για να κατασκευάσει το ποιητικό του οικοδόμημα χωρίς να καταλήγει σε κοινότυπους τερματισμούς.
Στα ποιήματα του τόμου παρατηρούμε τον ποιητή να επιτελεί μια κυκλική πορεία, τα στοιχεία (/μέρη/ερεθίσματα/τμήματα) της οποίας προέρχονται από ποικίλα θέματα και συνυφαίνονται αριστοτεχνικά μεταξύ τους, δημιουργώντας ένα ποιητικό σύνολο εκθεμάτων που εκφράζει τη βαθιά διαλεκτική ποίησης και ζωής και μαρτυρά μεν τη θέαση του ποιητή περί του ερωτικού συναισθήματος αλλά εκτείνεται και πέραν αυτής. Παραθέτω ενδεικτικά το ποίημα ‘Στάση’ (σελ. 14-15):
Στάση
Κάνοντας έρωτα στον ήλιο, στον πρωινό ήλιο
Στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου
Πάνω απ’ το σοκάκι
Όπου οι φτωχοί σκαλίζουν για μπουκάλια̇
Κάνοντας έρωτα στον ήλιο,
Κάνοντας έρωτα πάνω σ’ ένα χαλί πιο κόκκινο
Απ’ το αίμα μας,
Κάνοντας έρωτα την ώρα που τ’ αγόρια πουλάνε πρωτοσέλιδα
Και Κάντιλακ,
Κάνοντας έρωτα πλάι σε μια φωτογραφία του Παρισιού
Κι ένα ανοιχτό πακέτο Τσέστερφιλντς,
Κάνοντας έρωτα την ώρα που άλλοι άντρες – καημένα
Κορόιδα –
Δουλεύουν.
Εκείνη τη στιγμή – σ’ αυτό το…
Ίσως πάνε χρόνια με τον τρόπο που μετράνε,
Μα στο μυαλό μου είναι μονάχα μία πρόταση –
Υπάρχουν τόσες μέρες
Όπου η ζωή σταματά και κάνει στην άκρη και κάθεται
Και περιμένει σαν το τρένο στις γραμμές.
Περνώ απ’ το ξενοδοχείο στις 8
Και στις 5̇ στα σοκάκια έχει γάτες
Και μπουκάλια και αλήτες,
Και κοιτάζω ψηλά στο παράθυρο και σκέφτομαι,
Δεν ξέρω πια πού είσαι,
Και συνεχίζω τον δρόμο μου κι αναρωτιέμαι πού
Πηγαίνει η ζωή
Όταν σταματά.
Τέλος, θα ήθελα να προσθέσω τούτο σχετικά με την ποιητική του Τσαρλς Μπουκόβσκι. Σε ολόκληρη την ανθολογία, ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με έναν πραγματικό ποιητή, συναντά έναν άνθρωπο που χειρίζεται την ποιητική τέχνη αποβάλλοντας απ’ αυτή κάθε είδους δήθεν ιερότητας, κάθε είδους δήθεν ηθικής (πρόθεσης και παρέμβασης) και, τέλος, κάθε είδους δήθεν ύφους κι έκφρασης. Με άλλα λόγια, ο αναγνώστης συνομιλεί με κάποιον που δεν ασπάζεται απλώς τον ποιητικό λόγο ούτε απλώς τον βιώνει, αλλά υπάρχει – λειτουργεί και δρα – εντός του. Ο Μπουκόβσκι φαίνεται να γνωρίζει ποιος είναι ο πραγματικός σκοπός της ποίησης: η αποδιοργάνωση της ψεύτικης και κατεστημένης πρακτικής, η κατασκευή άλλων αντιλήψεων και συμπεριφορών και προβολή άλλων μορφών και τρόπων δράσης. Γεγονός που ο αναγνώστης μπορεί να εξακριβώσει σε όλα τα ποιήματα της ανθολογίας και ίσως στο πιο φιλοσοφικό ποίημα αυτής, το μακροσκελές ‘Ένας ορισμός’ (σελ. 106-109). Παραθέτω ενδεικτικά μερικά απόσπασμα στίχων:
Αγάπη δεν είναι παρά οι προβολείς τη
Νύχτα που διασχίζουν την ομίχλη (σελ. 106).
Αγάπη είναι το τηλέφωνο που χτυπά
Και η ίδια φωνή ή άλλη
Φωνή μα ποτέ η σωστή
Φωνή (σελ. 107).
Αγάπη είναι η πιο άδεια
Πάπια (σελ. 108).
Αγάπη είναι μια γριά
Που τσιμπολογά μια φέτα ψωμί (σελ. 109)
*Δημοσιεύτηκε στο https://www.poiein.gr

Ο Μπουκοφσκι τις πορνες αγαπησε, ο δε Ναζωραιος την μιχαλοιδα συγχωρεσε! Την μοιχαλιδα – την φυσιολογικη γυναικα που συντριβει τα θεμελια της εκμεταλλευσης – της πατριαρχιας – ανδροκρατιας.
Υ.Γ. Στην Τουμπα οι γατες δεν ειναι τοσο φοβισμενες οσο στο παλαιο ψυχικο!
Ο Μπουκοφσκι τις πορνες αγαπησε, ο δε Ναζωραιος την μιχαλοιδα συγχωρεσε! Την μοιχαλιδα – την φυσιολογικη γυναικα που συντριβει τα θεμελια της εκμεταλλευσης – της πατριαρχιας – ανδροκρατιας.
Υ.Γ. Στην Τουμπα οι γατες δεν ειναι τοσο φοβισμενες οσο στο παλαιο ψυχικο!
Ο Μπουκοφσκι τις πορνες αγαπησε, ο δε Ναζωραιος την μοιχαλιδα συγχωρεσε! Την μοιχαλιδα – την φυσιολογικη γυναικα που συντριβει τα θεμελια της εκμεταλλευσης – της πατριαρχιας – ανδροκρατιας.
Υ.Γ. Στην Τουμπα οι γατες δεν ειναι τοσο φοβισμενες οσο στο παλαιο ψυχικο!
Διορθωνοντας το ονομα: Ο Μπουκοβσκι τις πορνες αγαπησε, ο δε Ναζωραιος την μοιχαλιδα συγχωρεσε! Την μοιχαλιδα – την φυσιολογικη γυναικα που συντριβει τα θεμελια της εκμεταλλευσης – της πατριαρχιας – ανδροκρατιας.
Υ.Γ. Στην Τουμπα οι γατες δεν ειναι τοσο φοβισμενες οσο στο παλαιο ψυχικο!