Ο νεκρός
Τον μεταφέραμε με τη βροχή
Το κεφάλι γερμένο στο πλάι
Τυλιγμένο με το πουκάμισο του Λούη.
Του ανοίξαμε την μπλούζα
Στεγνώσαμε τις κάλτσες του
Τη λασπωμένη του φανέλα·
Του φορέσαμε τα γυαλιά του.
Το σώμα του έτρεμε
Όλη τη νύχτα κατακίτρινο
Τα μάτια του γυάλιζαν
Όπως των αγαλμάτων·
Τα δάχτυλά του γροθιές.
Όταν ξημέρωσε
Τον τράνταξε ένα γέλιο
Τόσο δυνατό και συνεχές
Που μας ανάγκασε
Να εγκαταλείψουμε
Έντρομοι το σπίτι.
*
Κομμαγηνή
Να δίνεις το πρόσωπό σου στη φωτιά
Ν’ αγκαλιάζεις τους αγγέλους που
Πέφτουν απ’ την οροφή που υποχώρησε
Να πιπιλίζεις τα όνειρα
Να φιλάς τα μάρμαρα, τα μαχαίρια
Στην άκρη του σχοινιού
Πριν πέσεις στο κενό
Να φωνάζεις φωνές ανομολόγητες.
Ν’ απλώνεις το μάγουλό σου στον Ιούδα που
Έφτασε με το τρένο απ΄ την Κομμαγηνή
Ψιθυρίζοντας είναι ώρα
Είναι ώρα
Μην καθυστερείς.
*
Οι εφήμεροι
Σήμερα συνάντησα ανθρώπους
Που θ’ αναχωρούσαν για ταξίδι.
Τα μάτια τους ήταν αδειανά
Και στο μισό του προσώπου τους
Κατέβαινε ένα μπλε ηλεκτρικό αίμα.
Έκοβαν αφηρημένοι τα δάχτυλα των παιδιών
Τακτοποιούσαν τις αποσκευές τους
Κι ύστερα πηδούσαν ένας ένας
Στο νερό
Γυαλίζοντας σαν αποχαιρετισμοί.
*Από τη συλλογή “Όμιλος Φίλων Θαλασσής Ο Ισορροπιστής”, Αθήνα, Απρίλιος 1976 (με την εκδοτική επιμέλεια της “Λέσχης”).
