Μαλλιά, κάποτε τράβηξα αυτά τα μαλλιά.
Στήθος, γοφοί, δάχτυλα, γόνατα,
μπράτσα,
κάποτε αγκάλιασα αυτά τα μπράτσα
κι έπειτα τα διέλυσα σε ξερόκλαδα.
[Η αδελφή δεν είναι προέκταση του εαυτού]
Παίζαμε γεμάτες φθόνο ώσπου να πέσει το σκοτάδι.
Στον κήπο η κούνια λικνίζεται ακόμη,
ένα καλούπι απ’ όπου ξεπηδούν
καταραμένες νύμφες σε ασημένιο δάσος
–τώρα μαζεύονται γύρω απ’ τη λίμνη στη σκιά της μητέρας
[Η αδελφή μου δεν είναι προέκταση του εαυτού]
Εδώ όποια κολυμπάει στα βαθιά βυθίζεται,
όπως η κωπηλάτισσα που διασχίζει
τον ωκεανό με σφιγμένα τα χείλη.
Εδώ πάντοτε πρέπει κάτι να θυσιάζεις
να δίνεις το ψωμί σου στα κοράκια
να έχεις βέλη έτοιμα έξω από τη φαρέτρα.
Η αδελφή μου κόβει ένα κομμάτι δέρμα
και το αφήνει δωρεά πάνω σε αρχαία ρίζα.
Σε αυτό το δάσος δεν χορτάσαμε ποτέ,
μονάχα ψάχναμε γλυκά
σαν άγρια σκυλιά στις παρυφές του.
[η αδελφή μου δεν είναι προέκταση του εαυτού μου]
φωτογραφίζεις κι εσύ το πρόσωπό σου
όταν κλαις
ή μήπως τα δικά σου δάκρυα
δεν γίνονται ποτέ μαργαριτάρια;
*Δημοσιεύτηκε στο “Τεφλόν”, τεύχος 33, Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 2025.
