Ωραία εργασία η τεμπελιά!
Τα πρωινά μου αρέσει να παρακοιμάμαι. Δικαιολογούμαι στον εαυτό μου, λέγοντας ότι δεν πρόκειται για τεμπελιά αλλά για εργασία, αφού δεν υποδύομαι την χαλαρή αθωότητα ενός θεατή αλλά τον ζήλο στα όρια της ζήλιας, ενός σκηνοθέτη – ενός θεωρητικού της σκηνοθεσίας: παραμονεύω, να δω ως τι θα εμφανιστεί αυτό που πρόκειται να εμφανιστεί, σε ποια μεταμόρφωση θα υποβληθεί το μήνυμα προκειμένου να μου παρασταθεί.
Όπως ένας ηθοποιός ντύνεται ένα αστραπιαίο κοστούμι, προσδένεται σε ένα άρμα για να μεταφερθεί, μπαίνει στο πετσί ενός άλλου όντος, παρουσιάζει από τα βάθη της ύλης τις δυνατότητες μιας άλλης γλώσσας, το μήνυμα χρησιμοποιεί τη μεταμφίεση, αλλάζει κώδικα. Η μικρή σκηνή των ονείρων είναι κλειστή σε όσους προβαίνουν ωμοί, με την χυδαιότητα της αληθείας τους. «Εδώ όλοι υποδυόμαστε» είναι γραμμένο πάνω πάνω.
Η σκέψη ταξιδεύει με τον τρόπο των ονείρων, αλλά με μια βιασύνη που δεν μου αφήνει περιθώρια ανάλυσης διέρχεται από τα τοιχώματα χιλιάδων κυττάρων. Κάθε κύτταρο κι ένα σύνορο. Κάθε σύνορο κι ένα επεισόδιο μεταγραφής. Το σώμα μου απαρτίζεται από άπειρα συμβάντα σε άπειρα φυλάκια, που αδυνατώ να παρακολουθήσω. Ούτως ή άλλως, δεν φτάνουν όλες οι σκέψεις στο προσκήνιο. Κατά χιλιάδες αποτυγχάνουν στη μεταγραφή, απορρίπτονται και περιστρέφονται σε αραιή τροχιά, αναμένοντας στην καθημερινή αναμόχλευση, μια ευκαιρία ακόμη.
Ο επιστήμονας εαυτός περιστρεφόμενος αργά μέσα στον κάδο των ονείρων επιθυμεί να τσακώσει τον ποιητή στα πράσα τη στιγμή που θα φοράει την αναπεπταμένη μπέρτα του για να φανερωθεί. Και είναι αυτή η αποστολή που με παρα-κρατάει δέσμια της θαλπωρής των σκεπασμάτων, μέχρι να σκάσει επείγον μήνυμα από την ουροδόχο. Σπάσαν τα φράγματα κι ο κόσμος όπου να ‘ναι πλημμυρίζει, old chum!
Αναρωτιέμαι, ποια είναι η αξία των σκέψεων αν δεν τις διατυπώνει κανείς…
*
Δενδρίτες Χ
Ό,τι αγαπώ είναι εύθραυστο, τις ώρες της αγρύπνιας μπορεί να σπάσει μέσα σε μια κακόβουλη παλάμη. Κι αντίθετα, ό,τι μισώ αυτές τις ώρες ατσαλώνεται. Ω, μακάρι να τους φοβόμουν τους αγαπημένους μου όπως φοβάμαι τον αδίστακτο εχθρό. Θα ήταν πολύ καλύτερα, πολύ καλύτερα για όλους. Θα πίστευα τυφλά στη δύναμή τους, στην ατρωσία τους, στην ανέλπιστη τύχη που τους γλιτώνει πάντα από τους εφιάλτες μου. Κι εκείνοι θα απαλλάσσονταν έτσι απ’ τις ανησυχίες μου. Οι αδυναμίες τους δεν θα μου τρώγαν την ψυχή, τα λεπτά τους ραγίσματα δεν θα τα πρόσεχα καν. Ο φόβος είναι μια πίστη από ατσάλι. Τους αγαπώ και γκρεμίζονται οι πύργοι μου κάθε φορά που σκοντάφτουν. Κάθε φορά που σκοντάφτουν ψάχνουν τα μάτια μου.
Λυπάμαι που οι γυναίκες αναγκάζονται να αγαπούν με τρόπο τόσο εξουθενωτικό. Σαν να σου χαρίζουν ένα χωράφι αλλά ταυτόχρονα σε πυροβολούν στα πόδια και δεν καταφέρνεις να διανύσεις πάνω από δεκαπέντε μέτρα μέσα στις ξαφνιασμένες παπαρούνες.
Νύχια, μαλλιά κανείς; Είμαι ένας αρχαίος μηχανισμός που συνεχίζει να παράγει μαλλιά και νύχια ενώ η ζωή τού παραγγέλνει ανάπαυλα.
Στη ζώνη της βολής μου δεν γράφω, δεν μου περνάει απ’ το μυαλό. Πιο πολύ ταυτίζομαι με το καλαμάρι που απομυζά μικρές απολαύσεις στη λάσπη του βυθού. Ούτε που υποψιάζομαι τι μπορεί να κατασκευάσει η φαντασία. Η γέφυρα Ρίου – Αντίρριου μου είναι το ίδιο αυτονόητη με την οροσειρά της Πίνδου. Η πίστη είναι μια σκαλωσιά εκεί που δεν θυμάσαι τι ήταν πριν. Πάνω της στήνεται μια παράσταση με αγγέλους που πηγαινοέρχονται. Δεν ενδιαφέρει ούτε η αποστολή τους, ούτε η χρησιμότητά τους, μόνο η σπουδή τους.
Μένουν οι σκαλωσιές ατέλειωτες κι άφταστος ο ουρανός, τα δέντρα απογοήτευσαν τον ποιητή. Όμως τα πουλιά δίνουν μάχη για κάθε ταπεινό κλαρί πριν πέσει η νύχτα.
Αν μπορώ να ονομάσω αυτό που επιθυμώ, αν μπορώ να το δω και να το περιγράψω έτσι ώστε να εμφανιστεί στα μάτια των άλλων, είναι γιατί πιστεύω στην έλευσή του. Αύριο, μεθαύριο, κάποτε. Η έμπνευση είναι μια πίστη από μετάξι της αυγής.
Όταν παύεις να μνημονεύεις τις γεύσεις, εγκαταλείπεις έναν κήπο. Μαραίνονται οι ρόκες και τα λάπατα, ξεραίνονται οι βασιλικοί, σκουληκιάζει η αχλαδιά. Όλα τα ξεχνάς, τα παρατάς στη τύχη τους. Μόνο αρπάζεις το κοτόπουλο, του στρίβεις το λαρύγγι και το τρως.
Δεν θα κυνηγήσω ποτέ ξανά, δεν αξίζει. Θα επιστρέψω στη αυλή της παιδικής ηλικίας, θα σκαλίζω στο χώμα τις εντυπώσεις με ένα κλαδάκι. Δεν θα σηκώσω το κεφάλι. Όποιος περάσει και με ερωτευτεί.
*“Η ρήξη – δενδρίτες και άλλα ποιήματα”, Εκδόσεις “Περισπωμένη”, Αθήνα 2023.
