Καστέλι τοῦ Μωριᾶ καὶ κάστρο
τοῦ Καράμπαμπα γιὰ χαμηλῶστε λίγο
Κι ὅπως ἀνέβαινα μὲ τὸ κερὶ στὸ στόμα
τὴ σκάλα τῶν θαυμάτων
τραβᾶνε τὰ σχοινιὰ εὐυπόληπτοι
φιλήσυχοι ἀστοί
μελανοχίτωνες, γιάνκηδες
καὶ πέφτω
σὰν τὸν Δανιὴλ στὸν λάκκο τῶν λεόντων
Τοὺς γραμματεῖς καὶ
φαρισαίους νὰ φοβᾶσαι, ὦ ψυχή μου…
Ξάφνου μὲ πιάνει ὁ σεβντάς, τινάζομαι
Ἐγὼ στὶς λάσπες, λέω, δὲν πατῶ, μήτε
βορὰ θὰ γίνω τῶν θερίων
Παρὰ μονάχα τὴν ψηλὴ σκάλα
θὰ ἀνεβαίνω
ἀγέρωχος, εὐθυτενὴς
μὲ τὰ κουδούνια καὶ τὸ ξυράφι τῶν τρελῶν
Τοὺς γραμματεῖς καὶ
φαρισαίους νὰ φοβᾶσαι, ὦ ψυχή μου…
Πάνω ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων
τὸν ἐξευτελισμὸ καὶ τὴ μικρότητα
Τί λάμπει, τί βροντᾷ στὸ ἀστροφώτιστο κενὸ
καὶ τὸ σπαθὶ σηκώνει
Ἕνα βουβὸ ἄφες αὐτοῖς μᾶς στεφανώνει.
*Από τη συλλογή “Τι αιώνα κάνει έξω;”, Εκδόσεις Περισπωμένη, 2025.
