Σας αγαπάω κορίτσια
εργάτριες στο καινούργιο εργοστάσιο
που φτιάξαν ξένοι στο χωριό
για φτηνότερα χέρια
Πόσο μ΄αρέσει τ’ άγριό σας πρόσωπο
όλο χωριάτικη πονηριά
Πλουτίζοντας τους βιομηχάνους
γίνατε πιο ελεύθερες
με τα λεφτά σας αγοράζετε μπλου-τζην
που τώρα τα ανέχεται η ηθική
του σεμνού σας χωριού
κι όταν καμιά φορά βάζετε τα καλά σας
στο νυφοπάζαρο της πλατείας
πολύχρωμα φουστάνια
με φύλλα και κλαδιά
κοιτάζοντάς σας νομίζω πως είστε
δέντρα
*
Τα ποιήματα
το ένα δίπλα στ’ ‘άλλο
θυμίζουν σπίτια
Ανάλογα με τους στίχους
τα πατώματά τους
Για μένα πιο όμορφα
είναι τα χαμηλά
σαν τσαρδάκια
*
Δυό ξανθιά μερμήγκια
κουβαλούν στις πλάτες τους
ένα κόκκο ζάχαρη
ένα κόκκο καφέ
για το καφενείο
της μερμηγκοφωλιάς
*Από τη συλλογή “Ο ανάπηρος λαχειοπώλης”, Εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1982.
