Γιώργος Α. Τζαμαδάνης, Τρία ποιήματα

Χωρίς οίκτο

Όταν θα ‘ρθεί δεν ξέρω πού θα σε βρω
θα ‘χεις ανοιχτεί στο πέλαγος
ή θα ΄χεις αναρριχηθεί σ’ αητοφωλιές
Κάποιοι θα πουν πως φοβήθηκες
ή ντράπηκες να τον συναντήσεις
Μόνο εγώ θα ξέρω πως το ’κανες
για να μην τον σκοτώσεις
αν και του άξιζε του κερατά…

*

Η αλήθεια μιας κατσαρίδας

Εδώ ακριβώς γέννησε και κατσαρίδα
στον εγκέφαλο ενός δικαστή
Μη σε παραξενεύει, μπολιάζεται απ΄ τα μικρόβιά του
γι΄ αυτό επιβιώνει στα δύσκολα.
Γι’ αυτό πρέπει να χυθεί πολύ αίμα…
Κουράστηκα να σκοτώνω κατσαρίδες
και να πίνω αντιβιοτικά…

*

Κατσαρίδας συνέχεια

Βάψανε τα γείσα μαύρα
τους ενόχλησε ο ήλιος
Βάψανε τις παπαρούνες μαύρες
τους ενόχλησε η κόκκινη γύρις
Βάψανε τα ποτάμια μαύρα
τους ενόχλησε ο ανατρεπτικός λόγος
Βάψανε τα μάλλινά τους μαύρα
Για να φιλοξενούν μόνο κατσαρίδες
Μιλώ για τους δικαστές, που προσπαθούν
να κλείσουν τις τρύπες του μυαλού τους
μη τους ξεφύγουν και τρυπώσουν
στις τσέπες των κατηγορούμενων
μη ξεχάσουν τις μοναδικές λέξεις
που ‘μαθαν στο κατσαριδοσχολείο:
“ένοχος, δίχως ελαφρυντικά”.

*Από τη συλλογή “Κατσαρίδες”, Εκδόσεις ΠΑΝΟΠΤΙΚόΝ, 2019.

Leave a comment