Ι
Η απολαυστική γαλήνη της μέσα στο neglige
τα πορτοκάλια κι ο καφές, το ηλιόλουστο δωμάτιο
κι η ολοπράσινη ελευθερία του παπαγάλου
πάνω στο χαλί, διώχνουν μακριά
τις άφωνες σκιές του αρχαίου μαρτυρίου.
Όμως ξανά ονειροπολεί και τότε νιώθει μέσα της
ν’ απλώνεται το ρίγος της παλιάς καταστροφής
όπως όταν το πέλαγος έξαφνα σκοτεινιάζει.
Τα πορτοκάλια, ευωδιαστά, τα πράσινα λαμπρά φτερά
μοιάζουν ν’ ανήκουν σε μια ακολουθία νεκρών
που ξετυλίγεται πάνω από θάλασσα πλατιά και χωρίς ήχο.
Η μέρα είναι μια θάλασσα πλατιά και χωρίς ήχο
σταματημένη για να διασχίσει μέσα στ’ όνειρο της
και να ‘ρθεί
στην Παλαιστίνη τη βουβή
τον τόπο του αίματος, τον τάφο.
IV
Λέει η γυναίκα, “Είμαι χαρούμενη όταν την αυγή
μες στην ομίχλη τα πουλιά, ρωτούν να μάθουν
με γλυκούς κελαηδισμούς αν τα λιβάδια υπάρχουν.
Μα όταν φύγουν τα πουλιά και πάψει να ‘ναι
στα λιβάδια καλοκαίρι τι θα μείνει απ’ τον Παράδεισο;”
Δεν ξέρω οιωνών ναούς
ούτε νεκρών οάσεις
χρυσούς αγρούς κάτω απ’ τη γη
μελωδικά νησιά όπου οι ψυχές ξαναγυρνούν
στης φαντασίας το νότο ή φοινικιές γεμάτες σύννεφα
σε λόγους θεϊκούς, που ν’ άντεξαν
όσο το πράσινο του Απρίλη· ή που θ’ αντέξουν
Όσοι οι καλοκαιρινές αυγές των αναμνήσεών της
κι όσο η επιθυμία της για τις βραδιές του Ιούνη
που κορυφώνονταν με των χελιδονιών τους τέλειους ελιγμούς.
*“Κυριακή πρωί” (δίγλωσση έκδοση), μετάφραση Στάθης Καββαδάς, Εκδόσεις Άγρα, 2006.
