Μαρία Πανούτσου, Δεκαπέντε του Αυγούστου δεν είναι γιορτή

No one
bears witness for the
witness. 

Paul Celan 

Δεκαπέντε του Αυγούστου, δεν ήμουν εκεί.
Σκαλίζω χαρτιά και ρωτάω γιατί.
Δεν ξέρω, τους λέω, με κοιτάτε λοξά, τρυφερά.
Χαρτιά, εργαλεία, τι λένε, κοιτάτε.
Εκεί στο χωριό ξαπλωμένοι κοιμούνται.
Έναν ύπνο δικαίου, από χέρι, σε χέρι.

Θα σφαχτούνε μια μέρα γιορτής
Μαρία, Μαράκι, Μητέρα και κόρη.
Πικρό το τριφύλλι μιλάει και λέει:
Μαρία, Μαράκι δεκαπέντε του Αυγούστου.
Μη με ρωτάτε δεν ξέρω, δεν είδα
Μόνο κοιτάτε, τι βρήκα.. τι προίκα

Άσπρη φανέλα φθαρμένη φοράει.
Μαρία, Μαράκι κοίτα πως μπήκαν,
ταινία του Αυγούστου
Kαι πάλι εδώ, μη με ρωτάτε, δεν ξέρω, δεν είδα
Mόνο κοιτάτε τι έχω, φθαρμένο και λιώμα,
αυτό το πανί.

Γιοφύρι το λένε της Άρτας,
όμως δεν είναι
Κομμένο το λένε, δεν ξέρω, δεν είδα.
Κρατάω γερά ένα άσπρο πανάκι.
Κοιτάτε τι έχω, στις χούφτες τους λέω.
Και κλαίω, Μαρία, Μαράκι, γι αυτό.

Μια νύχτα δεν ήταν, μια μέρα δεν ήταν,
Μόνο η αυγή και χρώματα γκρι.
Κοιμάται τους λέω, δεν είναι σωστό.
Και εκείνοι με τέχνη, το αίμα καυτό.

Κοιμάται του λέω δεν πρέπει,
το σώμα γυμνό
Και εκείνοι, παράσημα σπέρνουν.
Και βήμα σωστό, δεν ξέρω δεν είδα.
Mη με ρωτάτε κοιτάτε, κοιτάτε.
Μαρία, Μαράκι, δεν είναι γιορτή.
Mια λύπη, μια θλίψη, τι νύχτα και αυτή.

Μπηγμένο μαχαίρι, ορθό και λοξό.
Ανθρώπινο χέρι αφημένο, νωπό.
Άνθρωποι είμαστε; ρωτάω, ρωτώ.
Βγαλμένο το σώμα μικρό τρυφερό.
Γεμάτο ιστορίες από κόσμο παλιό.
Μη με ρωτάτε, δεν ξέρω, δεν είδα.
Μόνο της Άρτας το γεφύρι θρηνώ.

Τους είπανε πάμε, γιορτή ξημερώνει.
Και αυτοί, γιορτή με μύθους και ύμνους.
Άνδρες, γυναίκες, για μύθους τους πήραν.
Και ψάξαν για μύθους σε κοιλιές και σε στέρνα.
Σε σπλάχνα μητέρας, ξεκαρφώνουν τα βρέφη.
Θ και Φ, Θάνατος, Φόβος τα βλέφαρα κλείνουν.

Αυτοί με κόκκινα μάτια κλειστά.
Υπνοβάτες μια γης που μεθά.
Με γροθιές και αρμαθιές.
Δεν ξέρω δεν είδα, θα το πω και το λέω.
Σουρώνω μ’ οργή κι’ απορία και λέω.
Δεν ξέρω, δεν είδα, του τόπου μου θρήνο.

Τουφεκάνε κολλημένο στο τοίχο,
έναν άνδρα γερό.
Όχι ένας προς έναν, αλλά δέκα κορμιά
και φυσίγγια για έναν.
Δεν μιλιέται κανείς, μόνο γέρνει
και ψέλνει καημό.
Τις γραφές συναντά και τα λόγια
της γης.
Και τα μαύρα τα ρούχα,
στο πετσί φορεμένα.
Με τις ίνες γεμάτες,
από μνήμες και αίμα.

Κομμένο με λένε – και αμέσως με ζώνει ένα χέρι
Βγαλμένο από σώμα ιερό, πατέρα με γιο.
Μου λένε κοφτά κι δυό, μη φύγεις, μην στρέψεις.
Και εγώ και είδα και ξέρω και βλέπω και αγγίζω.
Και θάβω ακόμη τις μνήμες , Μαρία, Μαράκι.
Σε τούτη την γη, δεν ήρθαμε μόνο
για μία γιορτή.

Στο Κομμένο, βροχή ξεκινά δροσερή.
Ξεκινά κι’ αποσταίνει μ ένα σάλτο λειψό.
Και πάλι νερό, το ίδιο το βράδυ.,
Ξεπλένει το αίμα απ’ της γης το χορτάρι.
Να φύγει κάθε ίχνος σφαγής,
πριν ανοίξει ο κρουνός της οργής.

Κάθε Αύγουστο τώρα τι λένε.
Χρόνια πολλά και καλά με υγεία.
Μαρία, Μαράκι, μητέρα και κόρη.
Στην φούστα τα χέρια, στις πτυχές και στις σούρες.
Θάχω ελπίδα, μαχαίρι με τσάπα και το φως που προσμένει.
Με πνοές, και με αύρες, μιας ζωής καθαρής.

Αθήνα 2016-2017

Aνέκδοτο ποίημα της συλλογής ‘ Πέρα από τον μύθο’ Δοκιμές για μία τελετή θανάτου Προσέγγιση σε ιστορικά γεγονότα του εικοστού αιώνα στην Ελλάδα. Κομμένο, ένα μικρό χωριό στην άκρη του Αμβρακικού, στις εκβολές του ποταμού Αράχθου, Ένα χωριό, ισοπεδωμένο, 20 οικογένειες ξεκληρίστηκαν, 317 νεκροί κάθε φύλου και ηλικίας -ανάμεσά τους 97 νήπια και παιδιά ηλικίας έως 15 ετών και 119 γυναίκες- κι ένας αιματοβαμμένος γάμος, με τη νύφη, τον γαμπρό και όλους τους καλεσμένους (περίπου 30 άτομα) να τυλίγονται στις στάχτες μίσους, άλλοι 20 πνίγηκαν στον ποταμό Άραχθο, προσπαθώντας να ξεφύγουν.

Leave a comment