Μπίλη Βέμη (1954-2012), Ποιήματα 

Μέ τό ‘να καί με τ’ άλλο
είχα δυό χρόνια ν’ ανεβώ στην ταράτσα
άπό τότε δηλαδή
πού τά πράγματα πήγαιναν καλά
Στό μεταξύ τό χωματόδρομο τόν στρώσαν βότσαλα
ή θάλασσα έμενε ακόμα καθαρή
οί γείτονες μεγαλώναν τό μωρό τους
τά γιασεμιά ψηλώσανε προς τήν ταράτσα
χρειάστηκε νά τά δέσουμε
μά_ πάλι δέν ανέβηκα
κι έστειλα τό παιδί του γείτονα

Εδώ πάνω έχετε ξεχάσει τά μάτια σας

Ήταν τά παλιά μου μάτια
θά ξεθώριασαν απ’ τόν ήλιο σκέφτηκα

Τό παιδί κατέβασε τά μάτια
εγώ έβαφα τά κάγκελα
—Τό γιασεμί δέθηκε είπε
καί πήρε φιλοδώρημα

Τά μάτια δέν είχαν ξεθωριάσει
είχαν σκουρήνει
σκούρο γαλάζιο του καπνού
τά τύλιξα σε καθαρό χαρτί
και τα φύλαξα στό μπαούλο μέ τα θυμητικά

Τό βράδυ ήρθαν φίλοι και ψήσαμε τ αρνί
τα πηρούνια μας ήταν πιό άνθρωποι άπό μας
κόκκινα μάτια κι ή άχνα του κρασιού
και θυμήθηκα τά μάτια μου
Όμως δεν ήταν στό μπαούλο
Κι ετσι άνέβηκα στήν ταράτσα μου μετά 8υό χρόνια
από τότε δηλαδή που ώς έλεγαν τά πράγματα
πήγαιναν καλά
Κι είδα πώς ή ταράτσα μου ήταν καράβι ·
—μπροστά ή θάλασσα νυχτωμένη
πίσω τό βουνό με τις ελιές—
και τά παλιά μάτια μου εκεί
φαναράκια δεξιά και ζερβά
του καραβιού (…)

Leave a comment