της Θεοδώρας Βαγιώτη
Κ. Χ. Λουκόπουλος Δεκαεννιά βινιέτες για τη γλώσσα και τη σιωπή, ΑΩ, 2024
Η συλλογή δομείται σε δύο μέρη που ονομάζονται έκαστο «Η γλώσσα και οι λέξεις» και «Η γλώσσα και η σιωπή». Σε σχέση με τον γενικό τίτλο θα περίμενε κανείς το θέμα της «σιωπής» να αναπτυχθεί στο δεύτερο μέρος, όμως ο Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος δεν διαχωρίζει ισομερώς και έχει τους λόγους του: η φιλοσοφία της γλώσσας, η ανάγκη για αποσαφήνιση, επιμερίζεται για να ορίσει από τη μια τις «λέξεις» και από την άλλη τη «σιωπή». Γιατί και σιωπή χωρίς λόγο δεν μπορεί να υπάρξει. Η σιωπή προηγείται, η σιωπή έπεται, είναι το Α και το Ω της γλώσσας. Άλλωστε, το πρώτο μέρος είναι φανερά πιο μεγάλο σε έκταση από το δεύτερο, πράγμα που καθιστά τον διαχωρισμό εκ των πραγμάτων ποιοτικό και όχι ποσοτικό. Ως καταρχάς ταυτίζον το περιεχομενικό και φαινομενικό τι της συλλογής, διατείνεται μεταξύ αντίθετων πόλων ώσπου με την αναζήτηση του ιδεατού δια τη φθοράς αποκτά υπόσταση. Στο πρώτο μέρος:
«ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ που ορίζουν, οι ίδιες αναιρούν»
«ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ που έγραψα και οι λέξεις που πίνω»
Ενώ, στο δεύτερο μέρος:
«Η ΣΙΩΠΗ προηγείται επειδή είναι πηγή»
«Η ΣΙΩΠΗ είναι μια στάση κινδύνου (ψυχική) ή μία επικίνδυνη στάση (σωματική)»
Ο Λουκόπουλος έχει επιλέξει τον τρόπο των Γενόσημων (ΑΩ, 2021): έχουμε εδώ πεζά ποιήματα για το σύνολο των βινιετών, των αριθμημένων κατά τον τίτλο και χωρισμένων με τη σειρά τους σε μικρότερα μέρη, όσα χρειάζονται προκειμένου το νόημα να αποκτήσει έκταση και χρόνο. Διαβάζω την τρίτη βινιέτα (IIIème vignette) που τιτλοφορείται ΔΕΛΤΑ, όπου ένας αστερισμός με οδηγεί στον εκφρασμένο για το σώμα πόθο, όχι μέσω του ρομάντζου που παραδοσιακά τους συνδέει, αλλά μέσω της συμπτώσεως, του χρονικού άλματος, της επιστήμης. Διαβάζω την πέμπτη βινιέτα (Vème vignette) όπου τα χιλιάδες καρέ ενός ταξιδιού με ηλεκτρικό τρένο αποτυπώνουν μια θεατρική σκηνή Ναπολέοντος που θρύπτεται αλλεπάλληλα εις Βατερλό. Συνήθως η αποσαφήνιση με ενοχλεί, εδώ όμως, καθώς υπάρχει ο λεκτικός πλούτος να την υποστηρίξει, με ικανοποιεί: «Κι ο χρόνος που γίνεται ανοικτίρμων». Διαβάζω την έκτη βινιέτα (VΙème vignette) όπου ο Έρωτας βαφτίζεται Διάρρηξη, εδώ όμως η αποσαφήνιση περισσεύει στον βαθμό που η ποιητικότητα υπονομεύεται εκ προθέσεως να εναρμονιστεί –υποψιάζομαιππ με το σήμερα: «Και να μην το κοιτάζει στο φύλο του για να αποφασίσει αν θα το ερασθεί (παρά στα μάτια)». Διαβάζω τη δέκατη βινιέτα (Χème vignette) όπου «ΣΑΡ δίχως πόδια, αλλά τον πεθαίνουν οι πόνοι στα γόνατα» κι έχω πιστέψει στη μακρά αδυσώπητη διάρκεια του «κακού». Στη δέκατη τρίτη βινιέτα (ΧΙΙΙème vignette) τα «ΤΟΞΑ συντέμνονται, στον χρόνο που μας αδειάζει, οι στιγμές μας μαζί» και ο χρόνος ο μυθοπλαστικός και ο χρόνος ο αληθινός, όλες οι χρονικές βαθμίδες πώς μπερδεύονται (θαυμαστικό):
Διαφήμιση
Δέκατη τέταρτη βινιέτα (XIVème vignette), ΧΑΡΤΗΣ
[…]
«Πριν από τον Τροπικό του Αιγόκερω, πριν απ’ τον καρκίνο.
Πριν από τον Χένρυ Μίλλερ και τον Κολοσσό του Αμαρουσίου.
Τότε που το Μαρούσι είχε Mall στο επίπεδο της Κηφισίας
και στην Ελευσίνα οι επεκτάσεις της Πετρόλα μεγάλωναν για
χρόνια προς το επίπεδο της θάλασσας. Ο θάνατος των πάντων
που κόντευε αδήλωτος, αήθης και θρασύς. Από την πρέζα, απ’
τον Αλλάχ ή απ’ τον καρκίνο. Μα πιο πολύ απ’ τα αδυσώπητα
τα χρόνια.»
Ειπωμένο αλλιώς στην δέκατη έβδομη βινιέτα (XVIIème vignette) ΑΡΕΤΗ:
…ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
«Πάντα ο χρόνος τής περίσσευε σαν ύφασμα που ξεπερνούσε
το πατρόν. Κι όλα τα ρετάλια του τα ύφαινε, στη συνέχεια,
κουρελούδες. Ας το πούμε αλλιώς: τον χρόνο μπορούσε να τον
καταπιεί δίχως να τον χρωστά· να τον καταπιεί και να τον
αναπνεύσει. Λόγω της αρρώστιας της, σου είχε πει. Μπορεί
να πέθαινε αύριο το πρωί και να ξαναγεννιόταν μεσοαστρική
σκόνη. Μα μπορεί και να μην ξαναγεννιόταν ποτέ.»
Κλπ., κλπ. γιατί όλες οι βινιέτες είναι πράγματι περιγραφές ή επεισόδια, χώρος ή χρόνος, υποβλητικά σε κάθε περίπτωση, όπως προδίδει η προσήλωση του Λουκόπουλου στην αποτύπωση του τι.
Η τάση προς την έκφρασιν είναι κάτι που το έχει δείξει ο ποιητής και σε άλλα έργα του, κυρίως όμως στην Οικογενειακή Ρίζα 70 (Έναστρον, 2023). Η «βινιέτα» είναι ένα τυπογραφικό σχεδίασμα που προορίζεται να διακοσμήσει, όμως εδώ λαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο με τον ίδιο περίπου τρόπο που θα αιχμαλώτιζε τη ματιά ενός ανήλικου αναγνώστη που διαβάζει παραμύθια ή αφηγήματα. Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει την πρόθεση του Λουκόπουλου ως προσπάθεια ποιητικής εκφράσεως κάποιων επιμέρους καλλιτεχνικών εικόνων, μόνο που απτές καλλιτεχνικές εικόνες δεν υπάρχουν και στην ουσία προκύπτουν ισάξια (ως εμπνευστικές αφορμές και έργα συνάμα) εκ των έσω, μέσα δηλαδή από τον ίδιο τον συγγραφέα. H «βινιέτα» αξιώνει λογοτεχνικά τη μετουσίωσή της σε μία σύντομη υποβλητική περιγραφή ή σε ένα σύντομο υποβλητικό επεισόδιο. Είναι ένα σύντομο χρονογράφημα που συνήθως έχει σκοπό να αποτυπώσει μία στιγμή στο χρόνο, αν και, όπως προανέφερα, ο Λουκόπουλος προσπαθεί συχνά να την καταστήσει διαρκή, διαχρονική, σαν να αντιμετωπίζεται ο χρόνος ως όλον που εμπεριέχει μέσα του το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον ως συμπίπτουσες συνθήκες. Η αξίωση αυτή, της αναγωγής της εκφράσεως από το στιγμιαίο στο αέναο και αιώνιο, είναι ιδιαίτερα φανερή στην τρίτη βινιέτα (IIIème vignette) ΔΕΛΤΑ και στην πέμπτη (Vème vignette) πρώτη ΣΚΗΝΗ του Βατερλό του πρώτου μέρους.
Το ποιητικό υποκείμενο χρησιμοποιεί είτε την τριτοπρόσωπη είτε την πρωτοπρόσωπη οπτική. Θα μπορούσε να εκληφθεί ως φιλοσοφικό υποκείμενο, θα μπορούσε να αποτελεί ένα «θεοποιημένο» πρωτογενές αίτιο που ορίζει, αφορίζει, αποφασίζει, διχάζεται («οι λέξεις όταν σχίζονται γεννούν τσουκνίδες», ΛΕΞΙΚΟ-Ière vignette). Η απόφαση να κάνει κανείς ποίηση τέτοιου είδους ενέχει βέβαια έναν κίνδυνο, να δώσει την εντύπωση ότι προτιμά την ευκολία της διευρυμένης –έστω– μορφής του ορίζειν, κάτι που δοκιμάζουν κατά περιόδους πολλοί σύγχρονοι ποιητές και συγγραφείς δίνοντας κείμενα της γνωστής μορφής (πεζής ποίησης ή πρόζας) σε μικρή έκταση, συχνά με έτοιμα υλικά. Εδώ όμως έχουμε υπέρβαση της πεπατημένης· ο Λουκόπουλος έχει τα δικά του γνωστικά και γλωσσικά υλικά, πετυχαίνει να δώσει το στίγμα της «βινιέτας» και τη δική του διάσταση σε ένα υπερχρονικό-υπερχωρικό πλαίσιο, μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε αναρωτιέμαι τι είδους κοινό μπορεί, όχι να εκτιμήσει, αλλά απλώς να αναγνώσει. Στην εποχή των ΜΚΔ και της εύκολης αλληλεπίδρασης, οι βινιέτες αυτές αξίζει να είναι έντυπες.
Από το όρος Σινά στη λίμνη της Γαλιλαίας, από τη Γάνδη στον Τίγρη και τον Ευφράτη, από τα χρόνια του πατέρα στα χρόνια του Ιησού, από τη Διεθνή του Δημητρώφ στα σπόρια του Μανδραγόρα, αισθάνομαι πως ο όρος «αναφορά» είναι το ελάχιστο μέρος της εκφραστικής δύναμης που μπορώ να παραγάγω σε σχέση με την παραδοχή μέσα μου πως το γνωστικό εύρος είναι μεγάλο και δεν τιθασεύεται. Και καλώς δεν τιθασεύεται, όταν δεν πιέζεται από εξωτερικούς κοινωνικούς παράγοντες, ενόσω από την άλλη θαυμάζω τον τρόπο που αιωρείται από τη δυναμική την οποία φανερώνει όταν απασχολείται, επί παραδείγματι, με τη θεματική του έρωτα. Παραθέτω, από την εντέκατη βινιέτα (XIème vignette) ΔΙΑΜΕΤΡΟ (ΙΙ), την «(πόλκα ντοτ συστολή)», η αρετή της οποίας έγκειται στην ύπαρξη «μύθου» που ενδυναμώνει το συμπέρασμα-ορισμό:
«ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ συνάντησε μια παλιά ερωμένη του που φορούσε
το ίδιο φουστάνι όπως τότε που την είχε ερωτευτεί: ένα
μεταξωτό πόλκα ντοτ, γαλάζιο, με λευκές κουκκίδες. Καθώς η
κοπέλα έτριβε το στήθος της απαλά στο μπράτσο του νέου
εραστή της, δεν απέφυγε να ζηλέψει το πώς άλλαζαν διάμετρο οι
κουκίδες απ’ τον πόθο. Έπειτα αισθάνθηκε να συρρικνώνεται
απειρόβαθμα ο εγωισμός του ώσπου ταυτίστηκε με μια από
τις λευκές κουκκίδες του φορέματος. Σκέφτηκε, δεν πειράζει,
στο τέλος όλοι έτσι καταλήγουμε· λευκές κουκίδες μηδενικής
διαμέτρου. Kαι στον έρωτα και στη ζωή.»
Στο δεύτερο μέρος της συλλογής, η δέκατη όγδοη βινιέτα (XVIIIème vignette) με τον γενικό τίτλο Η ΓΛΩΣΣΑ και με τη λατινική αρίθμηση των ποιητικών στροφικών μορφών ξεκινά με ένα ποίημα -εισαγωγικό, εκτός αρίθμησης- που έχει τη γνώριμη κατανομή στίχων με στοίχιση στα αριστερά. Στο συγκεκριμένο ποίημα κορυφώνεται το ποιητικό εγώ εξηγώντας εν πολλοίς γιατί διάλεξε τη γλώσσα: «[…] Τα χείλη μου μιλούν/μόνο τη γλώσσα που τα σχηματίζει./Σ’ αυτή τη γλώσσα στρέφομαι να λάβω/και πάντοτε λαμβάνω/περισσότερα απ’ όσα έδωσα.». Δεν θεωρώ τυχαία τη διαφοροποίηση της μορφής και αυτό δείχνει πως εν γένει ο ΚΛ δεν κάνει τυχαίες επιλογές: αυτό το μέρος μοιράζεται με τη ΣΙΩΠΗ ένα είδος αντιπαράθεσης-συμπλήρωσης: «Η ΓΛΩΣΣΑ μου είναι ταυτόσημη της ιδέας και της εξέλιξης: καταργεί τον ομφαλό, τον ενδιάμεσο, τη σύναψη, την επίρρωση και οδηγεί στην κατάληξη.» (Ι), αλλά και «Η ΣΙΩΠΗ παράγει με τη σειρά της απόγνωση σαν ένα διαρκές γενέθλιο του κενού.» (VII). Η δέκατη ένατη βινιέτα (XIXème vignette), τιτλοφορημένη σκέτα ΣΙΩΠΗ, μονήρης στο αδιαπραγμάτευτο τέλος, εγγράφεται με την ποιητική μορφή του ποιήματος-εισαγωγής με την ίδια στοίχιση στα αριστερά, με τον ΚΛ να «συνθέτει» το γλωσσικό παράγωγο της σιωπής, με τον Τζων Κέητζ και τη γνωστή ουβερτούρα –του πιανίστα που δεν ακουμπάει καν το πιάνο– να αποτελεί το συμβολικό της έτερον:
«Οι γυναίκες που αγάπησα σιωπούσαν πριν τον έρωτα λες και περίμεναν το έναυσμα από κάποιον αδήριτο χρησμό ή την ουβερτούρα του Τζων Κέητζ στο έργο 4′ 33″»
Ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος έχει μια ολότελα δική του ποιητική, που κατά κανόνα επιχειρεί τον συνδυασμό δύο εκ διαμέτρου αντίθετων εννοιών (αν και όχι ακριβώς αντώνυμων), του ιδεαλισμού και του νατουραλισμού (με τη φιλοσοφική έννοια του όρου, αν και όχι στον βαθμό που το επεδίωξε και το έπραξε, πράγματι, στην Οικογενειακή Ρίζα 70). Μέσα από ένα ιδιαίτερο πρίσμα, στον αντίποδα του μπωντλαιρικού spleen, που όμως εξιδανικεύει και προσγειώνει συνάμα με τον δικό του τρόπο, ήτοι χωρίς να λείπει η ελληνικότητα και έχοντας ως βάση τον ρασιοναλισμό του θετικού λόγου, ο Λουκόπουλος θέτει στη διάθεσή μας ποιήματα που μοιάζουν να εμπίπτουν στο πεδίο της φιλοσοφίας της γλώσσας. Απασχολεί, φαίνεται, η φύση της σημασίας και του τι ακριβώς σημαίνει να σημαίνουν τα πράγματα, κυρίως όμως η επινόηση του ποιητικού υποκειμένου μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι που ανάγει το κάθε ποίημα σε αυτό καθαυτό (πράγματι ποίημα) αφήνοντας κατά μέρος τελικά τον ουσιώδη αυτό τρόπο ως μοτίβο κοσμοθεωρίας του γράφοντος ή –όσοι παράξενοι προτιμάτε– της γραφής.
Πώς, όμως, αφήνει κανείς κατά μέρος κάτι τόσο ουσιώδες όσο η κοσμοθεωρία; Μία απάντηση δίνει το στίγμα του παρόντος κειμένου: γιατί ο Λουκόπουλος έχει την ικανότητα να οδηγεί τον αναγνώστη σε μία κατάσταση όπου δεν απομένει παρά μόνο η ποίηση ως φαινόμενο αισθαντικό και αισθητικό.
*Αναδημοσίευση από εδώ: https://neoplanodion.gr/2025/05/15/vinietes/?fbclid=IwY2xjawKV7gdleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETFXQTNKclNBdnJmdUVRcGtJAR7nqdDh2y9MW_jLnIbHU0EofSyy-x48PePQKAO7d7vIQma5K2reJIpVivKeBQ_aem_qxgHtCfG1emgD94OaAu-pQ
