Δημήτρης Βούλγαρης, Αλίμονο

Που τα ξημερώματα
Έχει τον ήχο από τσίγκινο κουτί στα σκουπίδια
Σαν σημάδι εύθραυστης παρέας.

Αλίμονο σ’ εκείνον
Που πονά η πλάτη του σε όλα τα σημεία
Από τα ελατήρια που χάσκουν στο στρώμα
Και τα μάτια του πια δεν ημερεύουν με τον ύπνο
Παρά μονάχα σκιάζονται.

Αλίμονο σ’ εκείνον
Που όλα τα ράφια των βιβλίων
Του φαντάζουνε μνήματα.

Αλίμονο σ’ εκείνον
Που μεταφράζει τη μουσική σαν εσφαλμένο μοιρολόι.

Αλίμονο σ’ εκείνον
Που του πατούν τα χέρια και τα πόδια και το πρόσωπο
Και τον αφήνουνε μισό
Να μετράει αδυναμίες στο οδόστρωμα.

Αλίμονο σ’ εκείνον
Που η σκέψη του ξεστράτισε τη νύχτα
Και τώρα ο Κόσμος μοιάζει άδειος και θολός
Σαν αντανάκλαση σκονισμένου ψυχιατρείου.

Αλίμονο σ’ εκείνον
Που το σώμα του
Με σώμα δεν σμίγει.

Αλίμονο σ’ εκείνον
Που μετά από τόσο τίποτα
Φτάνει στο τέλος.

Αλίμονο σ’ εμάς
Για εκείνον.

*Από την συλλογή «Οι ένοικοι των ημερών», Εκδόσεις Σμίλη.

Leave a comment