[Μετάβαση Ι]
μπράβο, λέει
κατάφερες να κολυμπήσεις πάνω απ’ τη θάλασσα
εκεί όπου ζουν όλα τα τρομερά νεκρά σώματα
εκεί όπου εκβάλλει το πάθος
είπε, αναγεννάται γι’ αυτό έχει νόημα
κι είπα, ανθίζει
γι’ αυτό δεν πεθαίνει επαρκώς
η γύρη ποτίζει τη διάβαση
περνάμε στην απέναντι όχθη
στην απέραντη όχθη του θανάτου
που σαν με φιλάς δεν με νοιάζει αν θα πάω
όταν φτάνω
λέει μπράβο
*
[Μετάβαση ΙΙ]
σαρανταπέντε άτομα
κι εξήντα μετανάστες
τσιγάρα για δάχτυλα
βαλίτσες για πρόσωπα
γωνία περιμένουν Ιουλιανού-Μαυροματαίων
για Θεσσαλονίκη μια γέφυρα
μέσα χτίζομαι εγώ
*
δέκα τη νύχτα που σου λέω θα γεράσουμε
γιατί στ’ αλήθεια επιθυμώ να το πιστέψεις
μη με ρωτάς ποιο καφενείο θα επιτάξουμε
πρέφα ή τάβλι, δηλωτή και δηλωμένη
φίλε μου
με γόνατα και πρόσωπα τριμμένα
καρδιές γεμάτες, αδειασμένες αγκαλιές
μέσα τους να γκελάρουνε τα ζάρια
όπως εμείς δυο μεθυσμένοι θα θυμόμαστε
δε θα μας ψάχνει να γυρίσουμε κανείς
κάτω από εκείνη εκεί τη στάση θα στεκόμαστε
κι ενώ οι πόνοι μέσα μας θα έχουνε σιγάσει
θα βγάζει η κάθε μας ζαριά
σαν δέντρο πια μεσόκοπο που η φλόγα το στραγγίζει
μικρούς τριγμούς στα κόκαλα
ήχους ανόσιους
σπαρακτικούς
*
μερικές φορές τρίζεις κι ακούω
τις γρίλιες της ωμοπλάτης σου
τις χαραμάδες των δοντιών σου
στο φως ιχνογράφημα των αυτιών τα αγγεία σου
μερικές φορές τρίζω
νευρικά στις αρθρώσεις
πλημμυρίζω από πόνο
κι όταν λίγο λυγίζω
προσαρτώμαι στο σώμα σου
συνειρμικά
*”Σίνγκερ”, Εκδόσεις Θράκα.
