Στης μπουκαμβίλιας την ποδιά απέθεσα τις προσευχές μου
και το ελληνικό φως, ο καρδιογνώστης λόγος
σαν δροσερή πηγή
ανάβλυζε απ’ τα σωθικά μου.
Γλαυκός Ιούλης κι άσπιλος
και του πνεύματος η εφηβική νήψη
γλαυκός Ιούλης κι αθλοφόρος
στεφανωμένος με τους ανασασμούς των δέντρων.
Κι έσμιγαν τα ράμφη τους η ελπίδα και η πίστη
κ’ έδεσες τον ουρανό γύρω απ’ τις παρειές σου
μαγνάδι φωτός κι εμπιστοσύνης.
Ποιος καρτερεί εδώ και ποιος παρακαλεί;
Εύοσμο σκοτάδι μες στο ρημοκλήσι
κ’ η θάλασσα ψάλλει την αποκαθήλωση των τύψεων.
Εύοσμο σκοτάδι και φιλάνθρωπο
μνημούρι μικρό της θαλασσινής νοσταλγίας.
Είναι κοντά, είναι κοντά η πατρίδα.
Δες:
σήμερα το σκοτάδι έγινε χώμα
βρεγμένο απ’ τη θνητότητά μας.
Είναι κοντά.
Αν κάνεις έτσι το χέρι σου
θα πιάσεις τον κορμό της γύμνιας μας.
Χάιδεψέ τον τρυφερά, φυτεύτηκε για σένα.
Για να ξαπλώνεις κάτω από τον ίσκιο του
και να δροσίζεσαι με το αρχαϊκό τραγούδι.
*Από την ανέκδοτη συλλογή«Εκ βαθέων».
