Και μη θελήσεις να σου προσφέρω τη μοναξιά μου,
Αυτή την ήρεμη ακροθαλασσιά με τους πευκώνες,
Τ’ αρχαία ερείπια, τα φοβισμένα ζώα, τά κρίνα
Των βράχων. Μη θελήσεις να σου προσφέρω τις ώρες μου,
Σπαταλημένες σε πολυσύχναστους σταθμούς,
Άνάμεσα στην πλήμμη των έπιστροφών καί τη ρηχία των αναχωρήσεων,
Λησμονημένες άποσκευές, που δεν περιμένουν πια κανένα.
Εσύ,
Όσο κι αν στάθηκες κοντά μου, κι αν με τύλιξες
Με τις βαθύκολπες πτυχές σου σαν ζεστό ύφασμα,
—Πού προστατεύει το χειμώνα τα έρημα άγάλματα—
Μη θελήσεις νά σου προσφέρω την ηρεμία που δοκίμασα,
Τριγυρνώντας σε φτωχογειτονιές ολομόναχος,
Κι ανάβοντας μέ τη φλόγα της καρδιάς μου
Τούς λυχνοστάτες άπό σπίτι σέ σπίτι.
*Από τα Ποιήματα Β΄, Εκδόσεις Πρόσπερος, 1997.

Οταν το συναισθημα ξεχειλο αλληγορει, τοτε πυλωνες ανοιγουν, αυλακια στην ροη υποκλινονται, εικονες την ομορφια αντιμαχονται, φιλοδοξωντας, της ομορφιας τα ορια να διαβουν, αναμετρουμενες με το ανειπωτο, το απροσδιοριστο, το αγνωστο, που, την ομορφια αφοπλιζοντας, υπερκερωντας, τον αναγνωστη εκστασιαζουν, υποβαλλοντας τον σε ενα χασιμο αισθητικο – πνευματικο, οπου το ονειρο ενορχιστρωνει σε ρυθμους αγνωρους μουσικες διχως ηχο!