Μαχμούντ Νταρουίς, Και επέστρεψε σε… σάβανο

1
Μιλούν στη χώρα μας
μιλούν με μελαγχολία
για το φίλο μου που έφυγε
κι επέστρεψε σε σάβανο
Το όνομά του ήταν…
Μην ανακαλείτε το όνομά του!
Αφήστε το στις καρδιές μας
Μην αφήσετε τη λέξη
να χαθεί στον άνεμο, όπως η στάχτη
Αφήστε τον, πληγή αιμορραγούσα
ο επίδεσμος δε βρίσκει
δρόμο γι’ αυτή
Φοβάμαι, αγαπημένοι μου
Φοβάμαι, ορφανοί μου
Φοβάμαι μην τον ξεχάσουμε
μέσα στην πληθώρα ονομάτων
Φοβάμαι μη διαλυθεί
στους στόβιλους του χειμώνα!
Φοβάμαι μην αποκοιμηθούν στις καρδιές μας
οι πληγές μας..
Φοβάμαι μην αποκοιμηθούν!

2
Η ζωή… η ηλικία ενός βλαστού
που δε θυμάται τη βροχή
Δεν έκλαψε κάτω απ’ το μπαλκόνι του φεγγα-
ριού
Δεν πάγωσε το χρόνο με το ξενύχτι
Δεν έσφιξαν τα χέρια του
κοντά σε κάποιον τοίχο
Δεν ταξίδεψαν πίσω απ’ την κλωστή του πόθου
τα μάτια του!
Και δε φίλησε κάποια όμορφη..
Δε γνώρισε ερωτόλογα
παρά μόνο σε τραγούδια ενός τραγουδιστή
που τον μπέρδεψε η ελπίδα
δεν είπε στην όμορφη: αχ, θεέ μου!
Μονάχα δυο φορές!
Δε γύρισε το βλέμμα της,
δεν του ’δωσε παρά την άκρη του ματιού της
Tο αγόρι ήταν μικρό…
Έτσι έφυγε απ’ το δρόμο της
και δε σκέφτηκε πολύ τον έρωτα!

3
Μιλούν στη χώρα μας
μιλούν με μελαγχολία
για το φίλο μου που έφυγε
κι επέστρεψε σε σάβανο
δεν είπε όταν ζωντάνευαν τα βήματά του
πίσω απ’ την πόρτα
στη μάνα του: αντίο!
Δεν είπε στους αγαπημένους, στους φίλους:
τα λέμε αύριο!
Δεν άφησε γράμμα
όπως συνηθίζουν οι ταξιδιώτες
που να λέει: επιστρέφω,
για να σβήσουν οι αμφιβολίες
δεν έγραψε ούτε λέξη
που να φωτίσει τη νύχτα της μάνας του,
που μιλά στον ουρανό και στ’ αντικείμενα,
λέει: εσύ, μαξιλάρι στο κρεβάτι!
εσύ, τσάντα με τα ρούχα!
εσύ, νύχτα! εσείς, άστρα!
εσύ, θεέ! εσείς, σύννεφα!:
Δεν είδατε κάποιον περιπλανώμενο
με μάτια σαν δυο άστρα;
Τα χέρια του δύο καλάθια με βασιλικό
το στήθος του μαξιλάρι
των άστρων και του φεγγαριού
τα μαλλιά του κούνια
για τον άνεμο και τα λουλούδια!
Δεν είδατε κάποιον περιπλανώμενο
κάποιον ταξιδιώτη που δεν ξέρει από ταξίδια!
Έφυγε χωρίς φαΐ, ποιός θα ταΐσει το παλικάρι
αν θα πεινάσει στο δρόμο;
Ποιός θα ελεήσει τον ξένο;
Η καρδιά μου
σύντροφος στις συμφορές του δρόμου!
Η καρδιά μου μαζί σου,
παλικάρι μου, παιδάκι μου!
Πείτε της: εσύ, νύχτα, κι εσείς, άστρα!
Εσείς δρόμοι! Κι εσείς, σύννεφα!
Πείτε της: δε θα πάρεις απάντηση
έτσι η πληγή θα είναι πάνω στα δάκρυα
πάνω στη θλίψη και στα βάσανα!
Δε θα πάρεις απάντηση
δε θα περιμένεις πολύ
επειδή αυτός..
επειδή αυτός πέθανε, δεν πρόλαβε να μεγαλώσει!

4
Εσύ, μάνα του!
Μην ξεριζώνεις τα δάκρυα!
Το δάκρυ, μάνα, έχει ρίζες,
μιλά με το βράδυ κάθε μέρα..
Λέει: εσύ, νυχτερινό καραβάνι!
Από πού περνάς;
Μπούκωσαν οι δρόμοι του θανάτου
Τους έφραξαν οι ταξιδιώτες
Έφραξαν οι δρόμοι της θλίψης
Ας σταματούσες δυο λεπτά
δυο λεπτά!
Για να σκουπίσεις το μέτωπο και τα μάτια
για να πάρεις κάτι απ’ τα δάκρυά μας
για ενθύμιο
για όσους πέθαναν πριν από μας
για τους αγαπημένους μας ξενιτεμένους
εσύ, μάνα του!
Μη ξεριζώνεις τα δάκρυα
Άσε στο πηγάδι της καρδιάς δυο δάκρυα!
Ίσως πεθάνει ο πατέρας του
ο αδερφός του
ή ο φίλος του, εγώ
άσε για μας,
για τους νεκρούς του αύριο,
έστω δυο δάκρυα
δυο δάκρυα!

5
Μιλούν στον τόπο μας πολύ για το φίλο μου
διαπέρασαν οι ριπές τα μάγουλά του
και το στήθος του και το πρόσωπό του
Μην αναλύετε τα πράγματα!
Εγώ είδα την πληγή του
και πρόσεξα πολύ τις διαστάσεις της
«πονάω τα παιδιά μας
και κάθε μάνα που αγκαλιάζει το κρεβάτι!»
Εσείς, φίλοι αυτού που έφυγε μακριά
μη ρωτάτε: πότε θα επιστρέψει
μη ρωτάτε πολλά
μόνο ρωτήστε:
πότε θα ξυπνήσουν οι άντρες!

*Μετάφραση: Ευτυχία Κατελανάκη
**Δημοσιεύτηκε στο “Λογοτεχνικό Δελτίο”, τεύχος 33, Μάρτης 2025.

Leave a comment