Τα ινδιάνικα νεκροταφεία δεν είναι για τους άτολμους
το μέρος ετούτο όλο ξερό χορτάρι κάτω απ’ τον ήλιο του Οκτώβρη
Απόλυτη ερημιά στην 18η Εθνικό Οδό
πουθενά νεκροθάφτες
Ένας ελαφρύς άνεμος και μια μοναχική κίσσα
που αναπηδά από μνήμα σε μνήμα
Προς την ανατολή οι φασιανοί τσιμπολογούν αμμοχάλικο
μόλις λίγε ημέρες αργόρα απ’ όταν
τσιμπολογούσαν πορτοκαλόφλουδες
Το νεκροταφείο το έχουν στοιχειώσει ακρίδες
ο ήχος τους σαν το τικ τικ ενός ρολογιού
Φαντάζεσαι ένα ξυπνητήρι χωμένο ο
κάτω από τα σκεπάσματα μιας παγερής μέρας
που δεν θες να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι
Ο άνεμος έφερε ως εδώ ένα τσούρμο προσκόπους
ασορτί με τον χειρότερο χριστιανικό σου εφιάλτη
τρίζουν ρυθμικά ωσάν τα δόντια των δαιμόνων
Κάθε χρώμα ξεπλύθηκε απ’ τις κοιλάδες αυτού του καμβά
μόνο τα διάπλατα φτερά των ακρίδων παραμένουν
Καθώς πέφτουν σαν διάττοντες αστέρες
*Από το βιβλίο “Τα κοράκια του Βαν Γκονγκ”, Εκδόσεις bibliotheque, 2022. Προλεγόμενα, μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς.
