Το ποίημα δεν φτιάχνεται,
εμφανίζεται·
σαν νησάκι αναδύεται που το ξεσκεπάζει σιγά-σιγά η θάλασσα.
Το ποίημα δεν λέει τίποτα απ’ όσα έχουν ήδη λεχθεί,
φωνάζει, μάλλον,
σαν τον μαχαιρωμένο που με αγριότητα ανακατεύει τα σπλάχνα του
το σίδερο.
Το ποίημα δεν τραγουδάει
ούτε μαγεύει ούτε συνεπαίρνει,
μας βουτάει απ΄ το λαιμό σαν τον Τσακ τον Αντεροβγάλτη στον ρόγχο
του συντελεσμένου εγκλήματος της μαύρης του φαντασίας.
Το ποίημα δεν εξηγεί
ούτε αιτιολογεί,
μας υποτάσσει σαν το μεθοκόπι που ξαμολύθηκε μες στ’ άγρια
μεσάνυχτα να πάει στο φουαγιέ
κάποιου μπουρδέλου.
Το ποίημα δεν φτιάχνει φως
ούτε σκοτάδι,
τυφλώνει όμως σαν τον ήλιο σαν τον κοιτάς κατάφατσα.
Το ποίημα είναι δωρεάν σαν κάτι που έτυχε
και είναι συμβιβασμός σαν έγκλημα χωρίς άλλοθι.
*Το ποίημα περιλαμβάνεται στον Α’ Τόμο της Ανθολογίας Υπερρεαλιστικών Ποιημάτων, Εκδόσεις, 24 γράμματα, 2024. Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
