Badr Shakir al-Sayyab (1926-1964), Η τελευταία μέρα των τυράννων

το τραγούδι ενός Άραβα επαναστάτη
από την Τυνησία στη συντρόφισσά του

– «Εις το επανιδείν» η υπόσχεση έμεινε
ανεκπλήρωτη

μα το αύριο συνεχίζει
το προσεχές αύριο των επαναστατών
χέρι χέρι μέσα απ’ τις φλόγες
θα ανεβούμε την υψηλή κορφή
τα μαλλιά σου είναι ένας κάμπος
που στόλισε το δειλινό
με τ’ άνθη του τα πορφυρά
καθώς βλέπουμε τον ήλιο να ξεμακραίνει
πίσω απ’ τους λόφους,
ανάμεσα στις σκιές
αιωρείται σαν σπασμένο φτερό
πάνω από έναν σωρό από συντρίμμια
πάνω από έναν κόσμο παλιό
που έφυγε χωρίς επιστροφή
η τελευταία του λάμψη.
Μου λες: «Είδες άραγε τ’ αστέρια;
Πρόσεξες ποτέ ν’ ακτινοβολούν έτσι
πριν απ’ αυτή τη βραδιά;
με τέτοια λάμψη και διαφάνεια;»
Μου λες: «Είδες άραγε τ’ αστέρια;
Πώς ξεπρόβαλλαν πριν απ’ αυτή τη βραδιά;
Πάνω σ’ έναν κόσμο λερωμένο με αίμα
με αίμα φτωχών και αθώων!»
Μου λες: «Είδες άραγε τ’ αστέρια
να λάμπουν πάνω στη γη μας,
ελεύθερη για πρώτη φορά;»
Ναι. Χθες σαν γύρισα να σε κοιτάξω
μου φάνηκε πως τα είδα,
σε μια ενόραση στα μάτια σου.
Και αν ο ορίζοντας φωτίζεται με την πυρκαγιά,
η φυλακή γκρεμίζεται κι ο δρόμος ξεπροβάλλει,
με θέρμη αναζωπυρώνει τους ίσκιους
το πρόσωπό σου με τη γαλήνια λαχτάρα.
Λες: «Εμείς είμαστε η αρχή του δρόμου
εμείς που αποστάξαμε τη ζωή
από τη σκληρότητα του βράχου
που μάτωσε απ’ τα μέτωπά μας
και ρούφηξε το υγρό των χειλιών,
από το θάνατο στην εξαθλίωση των φυλακών·
από τη μιζέρια, από τις άδειες κοιλιές,
για τις ερχόμενες γενιές.
Δικό μας το ανατέλλον άστρο
το λαμπρό αυριανό ξημέρωμα
και τα κόκκινα δειλινά».

Ο ύμνος της βροχής
Τα μάτια σου είναι φοινικόδασος
την ώρα της αυγής
ή δυο μπαλκόνια
απ’ τα οποία ξεμακραίνει η σελήνη
Τα μάτια σου όταν γελούν,
βλασταίνουνε τ’ αμπέλια
χορεύουνε τα φώτα…
μικροσκοπικά φεγγάρια σε ποτάμι
που σείει κατάκοπα το κουπί την ώρα της αυγής
σαν να πάλλονται τ’ αστέρια
στο βάθος των ματιών σου
και να βυθίζονται σε ομίχλη μιας λύπης διάφανης
σαν να άπλωσε τα χέρια του
το δειλινό πάνω απ’ τη θάλασσα
με τη θαλπωρή του χειμώνα
και το ρίγος του φθινοπώρου
και το θάνατο, τη γέννηση, το σκοτάδι, το φως
Ξυπνά απ’ άκρη σ’ άκρη της ψυχής μου,
το ρίγος του κλάματος
μια έκσταση ανήμερη αγκαλιάζει τον ουρανό
σαν την έκσταση του παιδιού
άμα φοβάται το φεγγάρι
σαν το ουράνιο τόξο να καταπίνει τα σύννεφα
σταγόνα σταγόνα να λιώνουν στη βροχή.
Και τα παιδιά χαχάνισαν στους αμπελώνες
και τη σιωπή των πουλιών στα δέντρα γαργάλισε
ο ύμνος της βροχής
βροχή
βροχή
βροχή
Το δείλι χασμουριέται
και τα σύννεφα συνεχίζουν να ρίχνουν ασταμάτητα
απ’ τα βαριά τους δάκρυα
σαν ένα παιδί που άρχισε να παραληρεί
πριν κοιμηθεί
αναζητώντας επίμονα τη μάνα του
που ξύπνησε έναν χρόνο πριν,
αλλά δε βρήκε,
και του είπαν: «μεθαύριο θα έρθει» –
δεν υπάρχει περίπτωση· θα έρθει
ακόμη κι αν οι φίλοι σιγοψιθυρίζουν
πως αυτή βρίσκεται εκεί
δίπλα στο λόφο, κοιμάται τον αιώνιο ύπνο
τρέφεται απ’ το χώμα και πίνει τη βροχή·
σαν έναν ψαρά θλιμμένο που μαζεύει τα δίχτυα
βλαστημά το νερό και την τύχη του
και σκορπά τα τραγούδια στο μέρος
που σβήνει το φεγγάρι
βροχή
βροχή
Άραγε ξέρεις τη θλίψη που φέρνει η βροχή;
Πώς οι υδρορροές κλαίνε γοερά στην καταιγίδα;
Πώς ο μοναχικός νιώθει χαμένος;
Χωρίς τέλος – σαν το χυμένο αίμα,
σαν τους πεινασμένους,
σαν την αγάπη, σαν τα παιδιά,
σαν τους νεκρούς είναι η βροχή!
Τα μάτια σου με περιδιαβαίνουν με τη βροχή
και μέσα απ’ τα κύματα του Κόλπου
οι αστραπές σκορπίζουν
αστερίες και όστρακα στις ακτές του Ιράκ
σαν αυτές να θέλουν να ανατείλουν
μα η νύχτα τις καλύπτει με πανωφόρι αιμάτινο.
Φωνάζω στον κόλπο: «Εσύ, Κόλπε,
εσύ που χαρίζεις τα μαργαριτάρια,
τα όστρακα και το θάνατο!»
για να επιστρέψει η ηχώ
σαν αναφιλητό
«Εσύ, Κόλπε,
εσύ που χαρίζεις όστρακα και θάνατο»
Σχεδόν ακούω το Ιράκ να συλλέγει τις βροντές
να συσσωρεύει τους κεραυνούς
στις πεδιάδες και στα βουνά
κι όταν τυχόν οι άντρες σπάσουν τα δεσμά
δε θ’ αφήσουν οι άνεμοι από τη φυλή Θαμούντ
ίχνος στην κοιλάδα.
Σχεδόν ακούω τα φοινικόδεντρα
να ρουφούν τη βροχή
κι ακούω τα χωριά να κλαίνε με λυγμούς,
και τους μετανάστες
να παλεύουν με τα κουπιά και τα ιστία,
τις θύελλες του Κόλπου, τις βροντές, τραγουδώντας
βροχή
βροχή
βροχή
Στο Ιράκ υπάρχει πείνα.
Η εποχή του θερισμού
σκορπά τις σοδειές εδώ κι εκεί
για να χορτάσουν τα κοράκια και οι ακρίδες
Οι σιταποθήκες αλέθουν και πέτρες
πετρόμυλοι που περιστρέφονται στα χωράφια
με ανθρώπους τριγύρω
βροχή
βροχή
βροχή
Πόσα δάκρυα χύσαμε τη νύχτα της αναχώρησης
μετά προφασιστήκαμε –φοβούμενοι την επίπληξη–
τη βροχή
βροχή
βροχή
Απ’ όταν ήμασταν μικρά,
ο ουρανός συννέφιαζε το χειμώνα
κι έπεφτε βροχή
και κάθε χρόνο –όποτε βλασταίνει η γη– πεινούσαμε
δεν έχει περάσει χρονιά στο Ιράκ χωρίς πείνα.
βροχή
βροχή
βροχή
Σε κάθε σταγόνα βροχής
κόκκινη ή κίτρινη
απ’ τα μπουμπούκια των λουλουδιών
σε κάθε δάκρυ των πεινασμένων και των γυμνών
σε κάθε σταγόνα που χύθηκε
απ’ το αίμα των δούλων
υπάρχει ένα χαμόγελο
εν αναμονή καινούργιου τόπου
ή μια ρώγα που ροδίζει
στο στόμα του νεογέννητου
στον κόσμο του νέου αύριο, του ζωοποιού
βροχή
βροχή
βροχή
Θα βλαστήσει το Ιράκ με τη βροχή.
Φωνάζω στον κόλπο: «Εσύ, Κόλπε
εσύ που χαρίζεις τα μαργαριτάρια,
τα όστρακα και το θάνατο!»
Μα επιστρέφει η ηχώ
σαν αναφιλητό
«Εσύ, Κόλπε,
εσύ που χαρίζεις τα όστρακα και το θάνατο»
Μα ο κόλπος σκορπίζει τα δώρα του άφθονα
στην άμμο: τον αλμυρό αφρό, τα όστρακα
και ό,τι έχει απομείνει
απ’ τα κόκαλα κάποιου απελπισμένου,
πνιγμένου μετανάστη
που συνέχιζε να αργοπίνει το θάνατο
απ’ τα νερά του Κόλπου και του βυθού,
και στο Ιράκ χίλια φίδια πίνουν το νέκταρ
κάποιου άνθους θρεμμένου
με δροσοσταλίδες απ’ τον Ευφράτη
και ακούω την ηχώ
να ταράζει τον Κόλπο
βροχή
βροχή
βροχή
Σε κάθε σταγόνα βροχής
κόκκινη ή κίτρινη
απ’ τα μπουμπούκια των λουλουδιών
σε κάθε δάκρυ των πεινασμένων και των γυμνών
σε κάθε σταγόνα που χύθηκε
απ’ το αίμα των δούλων
υπάρχει ένα χαμόγελο
εν αναμονή καινούργιου τόπου
ή μια ρώγα που ροδίζει
στο στόμα του νεογέννητου
στον κόσμο του νέου αύριο, του ζωοποιού
Και η βροχή πέφτει.

*Μετάφραση–επιμέλεια: Ευτυχία Κατελανάκη.

**Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Η Σπορά”, εξαμηνιαία έκδοση του Μετώπου Αριστερών Συγγραφέων, Τεύχος 3, Μάρτης 2025.

    Leave a comment