Θυμήθηκα πάλι εκείνες τις αλλόκοτες νύχτες.
Καθώς αιωρούμασταν σαν σχισμή δέρματος
κρεμασμένη από ένα ξεχειλωμένο καρφί.
Τα σώματά μας έσταζαν αλάτι από αδικοχαμένα θηράματα.
Η μία μου πλευρά ήταν αχρείαστη μια σκοτεινή σελήνη
Η άλλη σπαρταρούσε πριν την πτώση.
Παραδομένοι σε έναν κατάκοπο χρόνο βαρύ σαν τσουβάλι.
Διογκωμένοι με τις κοιλιές ανάσκελα.
Θυμάμαι τα χέρια σου σαν δυο κουρασμένα έντομα.
Και μια μυρωδιά από καμένη αγρύπνια.
