όταν νυχτώνει στο λιμάνι ξέρω πώς ακριβώς σκάει το χρώμα στο κύμα κι αν κοιτάς στο βάθος ευθεία πάντα βρίσκεις τις νύχτες μισό το φεγγάρι
αν
έβγαζες απ’ την τσέπη σου ένα καλαμάκι και ρουφούσες τη θάλασσα, θα μου έπαιρνε περίπου δέκα λεπτά να περάσω απέναντι
αν
δεν μπλέκονταν στα πόδια μου δόντια και μπουκάλια αναψυκτικών
αν
δεν κολυμπούσαμε στα ίδια νερά με δεκάδες ανθρωπιστικές αποστολές
από την δύση στην ανατολή και από την ανατολή στη δύση είναι
μια ανάσα δρόμος
θα το ήξερες αν είχες πάει στη μυτιλήνη
*
[λέσβος]
εκείνη τη χρονιά με τα 21 φεγγάρια, δε μίλησε κανείς
τότε πέρασε μια ολόκληρη γενιά που κανείς δε μιλούσε, και σαν να
μην έφτανε αυτό δεν έπραξε ποτέ κανένας, μέχρι που όλοι
ξέχασαν την έννοια της πράξης
πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που βάραγαν τα κεφάλια τους
στον τοίχο
δοκιμάζοντας αντοχή υλικών
*
θ’ ανοίξω μια τρύπα στον τοίχο ή στη μέση της θάλασσας,
σαν πηγάδι ψηλό να αλυχτάω την αγάπη μου,
ν’ αντιδρούνε οι πέτρες σαν τους πάγους να λιώνουνε,
να με πνίξουν αρκούδα στη μέση απ’ το δάσος του στέρνου σου
και μετά, θα διαβάσω ένα-ένα τα γράμματα που όλο λες πως θα έρθεις
μου γελάς στα μαλλιά, μου διαβάζεις τους στίχους μου, κι όταν λες πως φοβάσαι φωνάζω
οι καιροί επιτάσσουν σιωπή και στα πόδια γεμίσαμε κρίματα, μα
εγώ σαν κι εσένα δεν ξεπλένω τα χέρια μου σαν γυρνάω στο σπίτι,
το γυμνό φαγητό τ’ ακουμπώ με τα δάχτυλα και ας έχει ένα χρόνο
που πηγαίνω και έρχομαι μες στο ίδιο το δέρμα που φορώ
στη δουλειά και τα δόντια μου τρίζουν στον ύπνο
κι όλο κάτι μέσα μου καίγεται: όπως ανοίγω και κλείνω στο νησί
ή στην πόλη τα φρικτά μας παράθυρα, δε φοβάμαι
παύω πια να ξηλώνω, αφού γάμος δε γίνεται και δεν έχω μνηστήρες να τρυπήσω με τόξο
γι’ άλλη μια μου φορά δε σιωπώ, με τους τρίτους τη ζωή μου μοιράζομαι
κι είσαι εσύ η τρύπα στον τοίχο, στην καρδιά μου, στο πάτωμα,
στη μέση του δάσους, στο κέντρο της θάλασσας, στο δεξί μου το στήθος,
στο αριστερό σου αυτί, στο πλευρό
κι όλο τρύπες ανοίγουμε μα δεν μπαίνει θεός
*
[απάντηση]
Στον δρόμο απ’ την πατρίδα, όχι
Όχι δε συγχωρώ κανέναν όταν μου μιλάει στον δρόμο
Κι όπως επιστρέφω απ’ τη δουλειά πάντα κλαίω
Για τις φίλες μου, τα μηχανοκίνητα ψάρια,
που σαν λουλούδια με χαϊδεύουν απ’ την απέναντι όχθη
Κι όχι
Όχι δεν έχω πατρίδα
Έχω κάτι σημαίες μεσαίου μεγέθους
που τυλίγουν το δημοτικό σχολείο
σώματα αλυσίδες σε κάγκελα
Ωραιόκαστρο, Μυτιλήνη, του Λονδίνου Προάστια
Μπροστά στην εθνική υπερηφάνεια συστέλλομαι
Γίνομαι τόσο μικρή που χωράω στον χάρτη
Το χέρι του Θεού είμαι εγώ
Διαβρώνω ταυτότητες
Ξηλώνω σύνορα
Γίνεται το θέλημά μου
Αθήνα, Γάνδη, του Λονδίνου Προάστια
Από και προς τις φίλες μου
Στον δρόμο για αυτές διαρκώς μεγαλώνω
Κι ας ξέρω καλά πως ποτέ δε θα μου το συγχωρήσουν
*Από τη συλλογή “γνωρίζω αυτές που πλέκουν στη μέση της θάλασσας”, Εκδόσεις Θράκα, 2023.
