Τα ψηλοτάκουνα παπούτσια
Τα ψηλοτάκουνα παπούτσια
δεν τα φοράω πια.
Τα χάρισα στην κόρη μου.
Πάρε τα, της είπα,
για να νιώσεις τον πόνο της ομορφιάς
και κάνε λίγο θόρυβο όταν περπατάς
διότι μια μέρα άλλο πια δεν θα τα θες,
τη μέρα εκείνη που θα καταλάβεις
ότι στη μήτρα της γης
βαδίζουμε ξυπόλυτοι.
*
Οι δυο πληγές
Το βράδυ
ξαπλώνουν οι δυο πληγές
σε μαλακό κρεβάτι.
Ανάμεσά τους αφήνουν ένα κενό
για τα όνειρα
να μην συγκρούονται η μία με την άλλη.
Σκεπάζονται με μια κουβέρτα
η καθεμία γυρνά από την αντίθετη πλευρά.
Κοιμήθηκες;
Δεν μπορώ.
Ούτε εγώ μπορώ.
Σηκώνονται οι δυο πληγές από το κρεβάτι
τυλιγμένες με τις κουβέρτες
θρυμματίζουν καπνό
και τον τοποθετούν εκεί όπου στάζει αίμα.
Κάθονται στις καρέκλες
σαν δύο αρχαία αγάλματα
που έχουν μόλις
αποκαλυφθεί,
οι δυο πληγές
γλείφουν η μία την άλλη
ακριβώς εκεί που τους πονά.
*
Απόπειρα
Φοράω τα γυαλιά μου
για να εισχωρήσω
κάτω από το δέρμα μου
μα σκαλώνω
στη μεμβράνη της καρδιάς
πάνω σε μια σκουριασμένη καρφωμένη θύμηση.
*Από τη συλλογή “Το σκυλί μέσα στο κεφάλι μου και άλλα ποιήματα”, Εκδόσεις Κοινωνία των (δε)κάκτων.
