Αποφάσισα να γεννηθώ στον κόσμο απ’ την αρχή ξανά,
πόδια ξυπόλυτα ένιωσα στέρεα να πατάνε,
δυο χέρια να βυθίζονται στη γη
κι απ’ τις φτέρνες μου να με τραβούν,
στο στήθος μου άρχισε να χτυπά
χωρίς ντροπή η καρδιά μου,
ανάσα των θνητών τραβήξαν τα πνευμόνια μου,
τη μάνα μου έβλεπα μπροστά μου,
κι ευθύς έκλεισα τα χείλη μου αχόρταγα
στις ρώγες που γάλα ξεχείλιζαν,
μητέρα πεινασμένη, μητέρα να χορτάσω,
«μάνα» χωρίς ντροπή χάρασσαν τα ούλα μου
στο σεπτό της δέρμα.
«Παπούσα σε λένε από δω και πέρα»,
είπε και με φίλησε στο μέτωπο,
«στείρα για χρόνια ήμουν, κι άτυχη, μα εδέησε ο Θεός μας
κι άνθισε η μήτρα μου εσένα, κοριτσάκι». Παπούσα.
Κούκλα στη γλώσσα των τσιγγάνων, της φυλής μας.
Δεν φάγαμε αντίδωρο εκείνη τη χρονιά.
Καταραμένη νόμιζαν πως είμαι,
γεννημένη από ανύπαντρη γυναίκα.
Με την αγάπη της μεγάλωνα, μες στη φτώχεια μας
ψωμί και γάλα η μάνα μου με χόρταινε,
καρπούς που μάζευε απ’ τα δέντρα,
γλυκό νερό απ’ το ποτάμι,
και μόνο ένα κρανίο είχα για παιχνίδι,
της Πεντάμορφης Γοργώς:
τον θάνατο κοιτά στα μάτια,
σε πέτρα του παγώνει.
Γύρω μας περιφέρονταν ακούραστα τσιγγάνοι,
πεζοί αλλά και πάνω στ’ άλογά τους,
δισάκια στους ώμους φορτωμένοι
μα και τσουβάλια ολόκληρα,
πηγαινοέρχονταν
στον λάκκο των οστών,
δενδρολίβανο, λεβάντα, θυμάρι και φασκόμηλο
μαζεύαν για να στολίζουν κόκαλα όταν το μέλλον
πάνω από σφαίρες γυάλινες θα προφητεύαν.
Να ‘τοι μπροστά μου,
ευθυτενείς,
σαν καλαμιές ψιλόλιγνοι,
στάρι μοσχοβολά το δέρμα τους, σαπούνι,
άσπρα τα δόντια τους γυαλίζουν
μέσ’ απ’ τα σκασμένα χείλη τους,
στη θάλασσα βουτούν την παγωμένη
να αφουγκραστούν της γης το ράγισμα,
στων δέντρων τα κλαδιά πηγαινοέρχονται,
φτερωτές ψυχές,
μεταφέρουν των νεκρών μας τα μηνύματα,
πουλιά οι άνθρωποι με τα φτερά σπασμένα,
πετούν με τον παλμό κείνης της φλέβας
που στον λαιμό τους ακούν να τραγουδά
μες στης σιγαλιάς τη νύχτα.
Να τοι μπροστά μου,
παιδί εγώ, ν’ αναζητώ
της μάνας μου το χέρι στο δικό μου
για λίγο να ξεχνώ ότι πέρασε
της μήτρας της η θέρμη,
κι ο αφανισμός μας απειλεί.
Να τοι μπροστά μου, παιδί εγώ, με τη σκιά
του πίσω μου βαδίζω,
κάποια μέρα στον ώμο μου θα με δαγκώσει,
μαζί του θα με πάρει.
Προσώρας στα όνειρά μου μόνο έρχεται,
μα γλιστρώ από τα δάχτυλά του.
Προχθές με δάγκωσε στο πόδι,
κι η γιαγιά Ρόλντα πέρασε στην αντιπέρα όχθη,
το σώμα της στον άλλον κόσμο είδα
με τα σημάδια του χρόνου πάνω του αμείλικτα,
φλέβες ανοιγμένες ξέχειλες ζωής.
Νεκρή τη φίλησα προτού την καταπιεί το χώμα.
Χαβ, πιάβ, τζιβάβ, μεράβ — σόσκετεχουλαϊνάβ ;
Το παιδί μέσα της προσκυνώ
και στων χωμάτων τα σπλάχνα παραχωρώ,
την ανάστασή της προσδοκώ,
παιδιά όλοι είμαστε με τα κορμιά μας πονεμένα.
…/…
Και τούτη η παραμυθία μου ήταν:
Εάν οι άνθρωποι πεθαίνουν, πεθαίνει κι η ψυχή μου.
Στις 30 του Δεκέμβρη του 1814,
ξυπνήσαμε από έναν ολόλαμπρο ήλιο
και τη φύση ανθισμένη.
Όλοι τις πόρτες μας δειλά ανοίξαμε,
πασχαλιά ευωδίαζε ο αέρας,
δεν έβηχε κανείς.
Στις 30 του Δεκέμβρη του 1814 η κατάρα λύθηκε
και ήρθε ξανά η ζωή.
Μετρήσαμε δεκάδες που είχανε φύγει.
Κι εγώ γεννήθηκα ξανά,
ήθελα να βοηθάω κι άλλο τους ανθρώπους.
Και να με, ολόκληρη γυναίκα,
φόρεμα από δαντέλα κόκκινη στο εξής φοράω,
το στήθος μου γυμνό φωτίζει,
ολοστρόγγυλος ο ποδόγυρος του,
ψυχή να ξέρουν πως κι εγώ κατέχω,
κάτω απ’ τους μαύρους τους βοστρύχους.
Κι όλο το χωριό μαζέψαμε τα πράγματά μας,
διαλύσαμε και φορτωθήκαμε τα σπίτια μας
απάνω σε γαϊδούρια
και κινήσαμε να κεντήσουμε
σ’ άλλο της γης σημείο μια νέα αρχή.
Προχωρήσαμε μήνες τρεις και μέρες δέκα,
με τον χειμώνα να μας γδέρνει,
να μας γυμνώνει από το δέρμα μας,
ματωμένες πατημασιές αφήναμε στο χιόνι,
κάποιοι όρθιοι πέθαναν, πάγωσαν στον ύπνο τους,
και το μέρος στοίχειωσαν
γιατί ακόμα νομίζουν ζωντανοί πως είναι.
Οι υπόλοιποι φτάσαμε στη νέα μας πατρίδα,
σ’ έναν παραθαλάσσιο κολπίσκο.
Εμείς, της γης οι Ανέγγιχτοι,
του Θεού το καραβάνι,
απαγορευόταν στις πόλεις ολωνών να μπούμε.
Μοναχά η Φύση μάς δεχόταν.
Ήδη από πού ήρθαμε είχαμε ξεχάσει,
η λησμονιά κι αυτή είναι βότσαλο της μνήμης,
με το παρελθόν μας συζητάμε.
Ποια κληρονομιά ν’ αφήσουμε,
αν στο πετσί μας ζήσαμε πίκρες, μαστίγια
και αρρώστιες;
Ποια κληρονομιά στους επιγόνους μας
αν το μόνο που ζήσαμε ήταν πόνος;
Η λησμονιά είναι κι αυτή βότσαλο της μνήμης,
να κυλάει στις κοίτες του παρόντος η ζωή.
Μόνο έτσι μπορώ να ξεχνώ τον εξουσιαστή μου,
τον βασανιστή μου, μόνο έτσι μπορώ να προχωρώ,
την ελευθερία μονάχα όταν θυμάμαι.
Ζυγό οι Ανέγγιχτοι κανέναν δεν γνωρίσαμε,
ούτε όταν ο Βλαντ με τη βία πίσω μάς γύρισε
να διασκεδάσει επιθυμώντας,
ο σπόρος μας εύφορη γη βρήκε να φυτρώσει.
Την προστασία της Εκκλησίας
οι προπάτορές μου ζήτησαν,
στα μούτρα τους τους έφτυσαν και τους αφόρισαν,
λέγανε πως είμαστε φύτρα του διαβόλου.
Καμία ηθική δεν έχουμε,
η δουλικότητα δεν ξέρουμε τι είναι,
ό,τι κατάφωρα δεσμά περνά στην ύπαρξή μας.
Τρεις μήνες μετά και μέρες δέκα,
ήρθαμε εδώ και το νερό ήτανε πικρό
κι ο τόπος τούτος ονομάστηκε Πικρία.
Και την επόμενη μέρα από τη νέα μας αρχή,
απ’ τα πόδια έξω με σύρανε απ’ το σπίτι,
να με διώξουν θέλανε γιατί έγραφα ποιήματα,
γιατί κόκκινο ήταν το φουστάνι μου
και θα ‘φερνα φωτιά στο ριζικό τους.
Κι ο Ιβάν, του χωριού ο νεαρός μας βιολιστής,
με το δοξάρι του χάραξε τα χέρια τους
κι είπε γυναίκα δική του ότι είμαι.
Μόνοι μας σαν μείναμε,
μακριά απ’ των αρπακτικών τα μάτια,
του φίλησα τα χέρια
και του ορκίστηκα ευγνωμοσύνη αιώνια.
…/…
Στα χέρια των Τσιγγάνων έμεινα λιπόθυμη,
έρμαιο του δίκιου τους.
Στο σπίτι μου κλεισμένη τρεις μήνες και μέρες δέκα,
γιατί το φουστάνι μου φοβόνταν
απ’ το φαΐ τους μην περάσει,
τότε το φαγητό να φαγωθεί δεν έπρεπε, ήταν μολυσμένο.
Και της φυλής οι γέροντες ζυγίζανε τα λόγια μου
που τους απηύθυνα απ’ τον βράχο.
Μα κανείς τους δεν μπορούσε να καταλάβει τι σημαίνουν,
έτσι μου απαγόρεψαν να γράφω.
Τα βράδια γύρω απ’ τη φωτιά μαζεύονταν
και τον Άμπαμπα καλούσαν να τους χαρίσει φώτιση
και άφεση των αμαρτιών τους,
αμαρτίες που ξύπνησα εγώ,
έλεγαν πως είμαι η απόγονος του Κάιν.
Πως η μάνα μου δεν πήγε μ’ άντρα, ούτε η γιαγιά μου,
ούτε καμία γυναίκα της γενιάς μου,
κι όλες στον κόσμο έφερναν κορίτσια.
Σε μήνες τρεις και μέρες δέκα, να με γυναίκα ώριμη εγώ,
φόρεμα από χιόνι αψεγάδιαστο φοράω,
το στήθος και τον λαιμό μου με τη λευκότητά του κρύβει,
κανείς μη βλέπει τα ποιήματά μου,
κάτω απ’ τους λευκούς βοστρύχους μου.
Για χρόνια δέκα, μήνες τρεις και μέρες δέκα,
το φέρσιμο είχα των δασών, της Θάλασσας,
του ήλιου, της σελήνης,
ποτάμι που κυλούσα αθόρυβα στην κοίτη των ανέμων.
Ράβδο κρατούσα και νερά αγίαζα
να ραντίσω τους αρρώστους,
Αμπαμπίνα ψέλλιζαν τα στόματά τους
καθώς ύψωναν τα χέρια, κι εγώ στα γόνατα χόρευα,
με συνοδεύανε νταούλια.
Γιεκ ντρομ, σινέ τα να σινέ.
Και βεβαιωθήκανε τα λόγια που είπα κάποτε,
πληθύνανε οι άρρωστοι, ο πόλεμος μας κύκλωσε.
Μεγάλη η πείνα. Ούτε νερό, ούτε φωτιά, ούτε σκηνή,
ο καπνός τους γκατζός τραβούσε,
στο κρύο να ζήσουμε αδύνατο ήταν.
Ξυπόλυτοι τρέχαμε στο χιόνι,
να μας σκοτώσουν θέλανε απόψε κιόλας.
Μαύρο το δάσος, του σπιτιού μου κάποτε θεμέλιο.
Ο Θεός μαζί μας.
Ο Σάσα με κουρέλια έσφιγγε τα κόκαλά του,
οι μάνες δεν είχαν να ντύσουν τα παιδιά τους.
Κι οι γέροντες, μ’ επίγνωση
ότι το τέλος μας είχα προφητέψει,
γύρω μου μαζεύονταν τα βράδια
και στα πουλιά προσευχόμασταν
τουλάχιστον ο Θεός να σώσει τα παιδιά μας.
Τους γκατζός μπερδέψτε, τυφλώστε τους,
σαν τις οχιές να τους πατήσετε.
Θεέ μου, πόσο όμορφο να ζεις!
Οι Άσπιλοι δεν θα μας αφήσουν…
Κι ένα βράδυ που το φεγγάρι είχε σταθεί
έξω απ’ το παράθυρό μου,
δυο μάτια μέσα μου κοιτούσαν,
σηκώθηκα την πόρτα να ανοίξω.
Ένα όμορφο κορίτσι ήταν των Εβραίων,
απ’ το κρύο έτρεμε, νερό και φαγητό ζητούσε.
Της έδωσα ό,τι είχα.
Πόσες δυστυχίες και πεινασμένοι,
πόσες θλίψεις και δρόμοι,
πόσες αιχμηρές πέτρες διαπέρασαν τα πόδια μας,
πόσα πειράματα λόγχισαν τα σπλάχνα μας,
πόσες σφαίρες πέταξαν από τα αυτιά μας!
Με βάρκες στη Θάλασσα ορμούσαν να προλάβουν
πριν ο εχθρός μάς φτάσει,
και άλλοι ξεβράζονταν νεκροί
άλλους τους ανασέρναμε με πνευμονία,
αχ, Θεέ μου, πόσο ωραία η ζωή
κι εμάς δεν μας την επιτρέπουν.
Κι η προφητεία μου πληρώθηκε κι ήρθε ο αφανισμός μας.
…/…
Μεγάλωσα στο δάσος,
ηλίανθος που κέντησαν φεγγαραχτίδες και διαμάντια.
Αγαπάω τη φωτιά με την καρδιά μου όλη.
Οι άνεμοι με βύζαξαν και με κοιμίζανε στην αγκαλιά τους,
το χώμα μού ανακούφιζε την πείνα,
με ξεδιψούσε η θάλασσα,
οι βροχές ξεπλένανε τα δάχτυλά μου,
ο ήλιος ήταν ο πατέρας μου
κι η μάνα μου μικρή τσιγγάνα
που χρώματα όμορφα έδωσε στο δέρμα,
στην καρδιά μου.
Με θρέψανε λουλούδια και άγουροι καρποί,
η νύχτα τα μαλλιά μου φίλησε,
προτού το χιόνι τα χαϊδέψει,
η νύχτα φίλησε τα μάτια μου
προτού απ’ τα ρυάκια κλέψουνε τη δύναμή τους.
Στο δάσος τη ζωή μου έζησα, της φύσης ερωμένη,
λουλούδι ψήλωσα με πέταλα χρυσά,
τη φωτιά αγαπάω με όλη την καρδιά μου.
Καταρράκτες τα μαλλιά μου κατέληγαν εκεί
που τα ποτάμια έσμιγαν και λουζόταν το Φεγγάρι,
άνεμοι κι αέρηδες με πήραν
και με σκόρπισαν μακριά στον κόσμο,
οι βροχές τα δάκρυά μου ξέπλεναν,
το δέρμα μου στέγνωνε ο ήλιος ο χρυσός μου.
Πόσο όμορφα μες στη σκηνή μου ήταν,
πόσο όμορφα να τραγουδούν οι άντρες
και η φωτιά να καίει,
να κλαψουρίζουν τα παιδιά
και με τις φτέρνες μας στις φλόγες
να κεντάμε παραμύθια.
Περάσανε πια τα νεανικά μου χρόνια,
και της ωριμότητας επίσης,
και να με καταλάβει δεν μπορεί κανείς
παρά μονάχα τα δάση και οι λίμνες.
Το νερό πίσω δεν κοιτά,
ρέει κλωστή ασημένια, στις φλέβες μου,
στον ήχο των ματιών μου, στις τρίχες των μαλλιών,
πάντοτε δραπέτης, περιπλανιέται αιώνια,
το νερό πίσω δεν κοιτά,
βράχος κανείς δεν γίνεται πατρίδα του, κελί του.
Στο βαθύ νερό ανήκω.
Να σβήσει επιτέλους η φωτιά μου.
Στην κοιλάδα της Σκιάς Του περπατώ,
ανάμεσα σε θάλασσες δικαιοσύνης και δάση χλοερά,
το άφθαρτο φως με οδηγεί και τα δεινά μου πάψαν όλα,
κρασί ξεχειλίζει το ποτήρι μου, λάδι το μέτωπό μου.
Ανάμεσα σε δέντρα άφθαρτα και λουλούδια από ζαφείρια,
βλέπω όλη τη φυλή μου,
λευκά ανεμίζουν τα μαλλιά τους, η γιαγιά Ρόλντα
και πίσω της όλες οι γυναίκες της γενιάς μου,
όλες οι γυναίκες που κάποτε υπήρξα.
Κι η μάνα μου ακριβώς μπροστά τους.
*”Παπούσα”, Εκδόσεις Ενύπνιο, 2021.
