Τιτίκα Δημητρούλια*
Διαβάζω (ξανά) τα ποιήματα του Γιώργου Μπλάνα κι αναζητώ το ήθος και το ύφος της ποίησής του, το τι και το πώς της εγκόσμιας, παράφορης, στασιωτικής, ποιητικής του, το σχέδιο που συνέχει τον ποιητικό κόσμο του. Διαλέγω την επαγωγή. Παίρνω δυο ποιήματα, δυο «Στασιωτικά» στη σειρά, το 116 και το 117, και τα ορίζω ως (καίριο) εστιακό σημείο εκκίνησης.
Στασιωτικό εκατοστό δέκατο έκτο
Αν αντικρύσω άλλη φορά
εικόνα να κομπάζει πως δεν είναι
εικόνα, αλλά εικόνα· αν ξανακούσω
λόγια να επαίρονται πως είναι
σιωπή καταλογάδην, θα πάψω να πνέω.
θα μαζευτώ σε μια σπηλιά
και δεν θα βρίσκετε να θάψετε –έστω–
Ψυχή, Θεό είτε Λόγο.
Έτσι ανώνυμοι –σχεδόν ανύπαρκτοι– θα σέρνετε
το αναλφάβητο παρόν σας
άκρη-άκρη στον γκρεμό του μέλλοντός σας,
σαν τρομαγμένη απάντηση
στο άδειο σακούλι της απορίας: Γιατί
εδώ κι εμείς; Προς τι; Και το σακούλι ασκός
κανίβαλος: σάρκα νεκρή – ούτε φωνές, ούτε σκιές
να ψιθυρίζουν έναστρους τρόμους στη στέγη, ούτε
στρατιές προγόνων να χτυπούν τις πόρτες των ονείρων.
Έτσι! Θα μαζευτώ σε μια σπηλιά
και θα βγαίνω τ’ απογεύματα,
δυο ανάσες δρόμο μέχρι τα έσχατα έλατα
και θα καπνίζω την έσχατη ομίχλη
αργά ηδονικά και θα ’ναι
μια πίπα η πίπα μου – όχι μια εικόνα
που κομπάζει πως δεν είναι
εικόνα, αλλά εικόνα!
Έτσι! Ακούστε με αν μπορείτε ακόμα: μέχρι τώρα
πότε ερμηνεύατε, πότε θέλατε ν’ αλλάξετε τον κόσμο.
Τον ζήτημα είναι να τον ζήσετε. Έτσι· έτσι,
ασύστατοι· έτσι – όχι αλλιώς· αλλιώς,
σας λέω δροσερά και με πανσέληνο: εδώ
που φτάσατε ή απ’ την αρχή θα πάτε όλοι
κατά διαβόλου − και ο διάβολος θα λείπει
για δουλειές τους τελευταίους τρεις
τουλάχιστον αιώνες (μαζί του, ασφαλώς, το σκυλολόι
της κόλασης κι η κόλαση: μια ερημιά· εξόν ο Δάντης
να προσπαθεί να επιβιώσει, πουλώντας αναμνηστικά
σε αμνήμονες τουρίστες) ή …] είπε ο άνεμος.
Στασιωτικό εκατοστό δέκατο έβδομο
Γι’ αυτόν που αποφάσισε να πάει
σε τόπο μακρινό: «Να έχεις αίμα
δύο πληγών –έρωτας, θάνατος–
και να το κάνεις μελάνι με ρετσίνι
αμυγδαλιάς· να πας σε τόπο
ερημικό κι εκεί να γράψεις
σε δέντρο ή πέτρα – όμως γυμνός
όπως το δέντρο και η πέτρα:
ΗΜΟΥΝ – ΕΙΜΑΙ – ΘΑ ΕΙΜΑΙ – ΑΥΤΟΣ
ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ. Ύστερα κάνε πίσω
βήματα όσα τα χρόνια σου αιώνες
και γύρισε πάλι και τότε θα βρεις
ένα άλογο μαύρο. Ανέβα και πες:
Θέλω να πάω, ψυχή, εκεί
όπου ήμουν, είμαι και θα είμαι
αυτός που ονειρεύεται. Κι ευθύς
το άλογο θα σηκωθεί στον αέρα
και πρόσεξε μην φοβηθείς· βάστα καλά
και θα σε πάει στον τόπο
όπου ήσουν, είσαι και θα είσαι
αυτός που ονειρεύεται. Μόνο
μην ονομάσεις τόπο
και χρόνο, γιατί θα σε αφήσει
πάλι όπου βρίσκεσαι – ούτε δέντρο
ούτε πέτρα. Αυτή είναι η τέχνη
που κάνει άνθρωπο τον άνθρωπο,
δέντρο το δέντρο, πέτρα την πέτρα, σώμα
το σώμα, ψυχή την ψυχή,
κόσμο το σύμπαν και θεό
το παιδί στην αγκαλιά σου».
Από τα ποιήματα αυτά κρατώ τη σχέση του κόσμου με την εικόνα του στον λόγο, έναν λόγο που δεν ονομάζει «τόπο και χρόνο» αλλιώς δεν είναι· την ερμηνεία και την αλλαγή του κόσμου ως οντολογικά-πολιτικά προτάγματα που χάνουν το νόημά τους έξω από το εδωνά είναι της θνητότητας και του καθ’ ημέραν βίου· την επιλογή του φτερωτού, ελεύθερου ανέμου ως ενός από τα πολλά προσωπεία του ποιητή· τις δυο πληγές που ορίζουν το αίμα του, τον έρωτα και τον θάνατο – και θυμάμαι ένα άλλο Αίμα του ποιητή, του Jean Cocteau, ο οποίος όριζε όλες τις εκφάνσεις του έργου του ως τροπικότητες της ποίησης, «μυθιστορηματική ποίηση», «εικαστική ποίηση», «κινηματογραφική ποίηση», όπως αλλού κι αλλιώς κι ο Μπλάνας…
Κρατώ το όνειρο, το οδηγημένο από το μαύρο άτι της ψυχής πέρα μακριά σε μια τέχνη-τόπο του ονείρου ως μόνης αλήθειας του ποιητή, στην οποία διαρκώς επανέρχεται («Η αλήθεια μου», Ο κότσυφας του σύμπαντος και άλλα λυρικά πτηνά):
…Έτσι τρέφεται,
με όνειρα, η αλήθεια μου, γιατί
είναι κάτι παράδοξο. Κι αν όχι,
έτσι τη θέλω εγώ. Δικό μου
είναι το όνειρο, δικό μου και το ψέμα.
Μια τέχνη που δημιουργεί τα φυσικά και τα μετά τα φυσικά, τα έμψυχα και τα άψυχα, την φύση και το σύμπαν, τον άνθρωπο και τον θεό του στο μέτρο της δικής τους αλήθειας. Κρατώ τη συναίρεση της ποίησης με την, ή έστω μια, οντολογία με τον τρόπο της παραλογής, της ριζωμένης στο λαϊκό ασυνείδητο γιατί γέννημά του· τον αναποδογυρισμένο Magritte και τον εξόριστο εις τους αιώνες Δάντη. Κρατώ τη σκέψη που πυρπολείται από την εικόνα και γίνεται τραγούδι και ψαλμός και ο ψαλμός γίνεται οντολογική διερώτηση κι απάντηση σε όσα απάντηση δεν χωρά.
Κι από το μερικό στο γενικό, διαβάζω μια ποίηση ουσιωδώς αλλά και μαζί ακούσια φιλοσοφική επειδή πάνω από όλα μοιραία, όπως ζητούσε ο Baudelaire – με τη διαφορά ότι ο Μπλάνας καταφάσκει εξίσου στη σκέψη και στη φαντασία, που «αντιλαμβάνεται, πέρα από φιλοσοφικές μεθόδους, τις μύχιες και μυστικές σχέσεις των πραγμάτων, τις αλληλουχίες και τις αναλογίες». Πέρα από κάθε διδαχή και από την υποψία της ακόμη, η φιλοσοφία, που αναδύεται εξαρχής ως απορία στην ποίησή του και ως συνομιλία λίγο αργότερα, κεντιέται στο τραγούδι, λυρικό και επικό, επιστρέφοντας στην καταγωγική της συνύφανση με την εικόνα και τη μουσική· στον μονόλογο-διάλογο προς εαυτόν και προς τον άλλον, υποστηρίζοντας την αποστασιοποίηση μέσα στην παραφορά. Κι αμφισβητεί κι αυτή τον εαυτό της.
Μια ποίηση της φύσης κατά τους προσωκρατικούς, αλλά και κατά Marx και Hölderlin και κατά Σολωμό, ως ενός όλου που ενοποιείται εν διαφορά και ως δρώσας δύναμης συνάμα.
Μια ποίηση του ερριμμένου στον κόσμο υποκειμένου, σε διαρκή, τραγική, εκκρεμότητα («Στασιωτικό 86»):
Αδάμ ή Προμηθέας, Ιώβ, Οιδίπους ή απλά
άνθρωπος αρπαγμένος απ’ τα κλαδιά του: δέντρο
και άκρη ακρότατη γκρεμού – και πέφτει
μες στον γκρεμό του ο γκρεμός
κι ο γκρεμισμένος μέσα στην εποχή του· η εποχή
μες στ’ όνομά της… Συμπαιγνία: μπρος γκρεμός
και πίσω θάνατος ! Τι θράσος·
να λες: «το Ον», αυτά τα δυο
ισόβια βήματα προς τον αφανισμό.
Ενός υποκειμένου που παραμένει εντούτοις αδιαπραγμάτευτα κι αυτό μια κραταιά δρώσα δύναμη, ποιητική με τη διπλή σημασία του όρου, εντός και πέραν της θνητότητας και σε αναγκαία σχέση με τον άλλον.
Μια ποίηση του όντος (και) ως πληγής που «τρέχει ανθρώπινη ιστορία» («Στασιωτικό 6»), η οποία συλλαμβάνει, κατά Benjamin, την (πολύτιμη για το μέλλον) εικόνα του παρελθόντος καθώς αναγνωρίζεται κι αστράφτει πριν χαθεί για πάντα και τη μνήμη σε μια στιγμή κινδύνου.
Ο Μπλάνας δουλεύει τον λόγο από την καλή κι από την ανάποδη, ως έκφραση του υποκειμένου και όρο ανάδυσης μιας αναστοχαστικής υποκειμενικότητας, θεμελιωμένης (και) έξω από τον εαυτό της. Ο λόγος του είναι πολιτικός και θεολογικός, πολυφωνικός και διαλογικός, οικουμενικός (και) γιατί ελληνικός, με το έθνος να ορίζεται όμως κι αυτό κι από την καλή κι από την ανάποδη: χάρτινο, γυάλινο, τρώγλη, η τρέλα που κρατάει τους Έλληνες «στα καπούλια μιας κουτσής, ψωριάρας Ιστορίας» («Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος Δραγάτσης στον Giovanni Jiustiniani – 27 Μαΐου 1453», Τερατούργημα) – όπως και ο λαός εξάλλου. Είναι ο βαθιά τραγικός λόγος της αβύσσου που ανοίγεται στην επαφή του ανθρώπου με τον κόσμο και κάποτε γεμίζει άνθη αλλά ποτέ δεν κλείνει· της παραδοχής της απουσίας του θεού· της οντολογικής αντινομίας και του ιλίγγου της· της επίγνωσης της έσχατης απειλής και της έξαψης που γενναία την αψηφά, αποδεχόμενη την πληγή και το αίμα.
Και διαρκώς επανεπινοείται, συναιρώντας τα είδη, τις μορφές, τις τονικότητες και τους ρυθμούς, ριζωμένος στο παρελθόν και το παρόν και με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον του κόσμου και του λόγου – ένα μέλλον από το οποίο ο ίδιος ο ποιητής ποτέ δεν θα λείπει: «“Αν κάποτε φύγω”, τους έλεγα, “θα ’ναι μέσα στης νύχτας την αδιάβατη ερημιά για να σας βρω”» (Νύχτα, 10). Τον ξαναφτιάχνει συνέχεια από την αρχή ο ποιητής, αυτός που πάντα ονειρεύεται, εντός της κοινωνίας και εκτός των μέτρων της, τέρας και μετανάστης του Λόγου, ένας από τους λίγους που «που παν κοντά στη στοιχειωμένη τη ζωή» (Ωδή στον Καραϊσκάκη). Όσο κι αν οι λέξεις του παραδέχονται «[…]τη μόλυνσή τους: / μια τυφλή πληγή που μας χαρίζει / το τραγικό σαν αναγκαία επιπλοκή της αθωότητας» (ό.π.), σώζεται από η γλώσσα του, «τρέλα καλά γαλβανισμένη» (Ωδή στον Καραϊσκάκη), από τη φωνή του, «στολισμένη τη σιωπή και τη φωνή της» («Στασιωτικό 40»), «λόγο(ς) σκιερό(ς)», «πηγή λαλίστατη», με και με δίχως «τα αίματα βαθιά και σκοτεινά της» (Ωδή στον Καραϊσκάκη).
Αυτά για το ήθος και το ύφος της ποίησης του Μπλάνα, όσο μπορεί κανείς να τα παραστήσει έναν κόσμο αναπαράγοντας, εξ ορισμού ατελέσφορα, το σχέδιό του: «Ο κόσμος μένει άφαντος κι αν ξέρεις / το σχέδιο που μπόρεσε τη συνοχή του» (Νύχτα, 2).
Όσο για το ύψος, ως την «ηχώ μιας μεγάλης ψυχής», ας το μετρήσουμε αλλιώς: «…κατέφυγε(ς) στον θάνατο κι απάντησε(ς) καθέτως τον ήλιο τροπαιοφόρο στην κεφαλή του Λόγου» (Ωδή στον Καραϊσκάκη).
*Αναδημοσίευση από εδώ: https://tapoiitika.wordpress.com/2025/02/18/ήμουν-είμαι-θα-είμαι-αυτός-που-ονειρε/

