Βασίλης Νικολόπουλος, Δύο ποιήματα

Πρωινό

Το μπουκάλι κυλά στο πάτωμα
ένα σύνολο από αταίριαστα μεταξύ τους κομμάτια
Αυτά ταξιδεύουν στον ήλιο, πέρα μακριά, στη θάλασσα
Στις ρωγμές τελικά του δωματίου, χωρίς όρους, επιστρέφουν,
Διατρέχουν τη φλέβα

Στις πλάκες αυτού του πεζοδρομίου,
στις κολώνες του ηλεκτρισμού, στις ζάντες των αυτοκινήτων,
όπου ο σκύλος μυρίζει το ίδιο του το κάτουρο·
μόνος με την ουρά του στα σκέλια

Ξεπλυμένο αίμα της χτεσινής νύχτας,
οι συμμορίες βλάπτουν τον έρωτα
Σε γνωρίζω, σε κατοικώ όπως το πτώμα τον τάφο του
Σαν κι αυτό που δεν θα ειπωθεί από χείλια

*

Ερχόμενοι σ’ αυτόν τον κόσμο

Δοσμένοι ολοκληρωτικά ταξιδεύοντας,
εξόριστοι,
ανένταχτοι,
προβληματικοί υπό την έννοιά του,
εννοιολογικά τσακισμένοι,
συλημένοι
καταληστευμένοι και στηλιτευμένοι,

ερχόμενοι σ’ αυτόν τον κόσμο

για να καπνίσουμε,
να θαυμάσουμε,
να λατρέψουμε και να μισήσουμε,
να οργιστούμε,
να μουσκευτούμε απ΄ τη βροχή,
μια στιγμή περηφάνιας
πριν πέσουμε στο σκοτάδι

να επιτεθούμε,
πονώντας,
εκλιπαρώντας σε έναν τόνο παράξενο,
σπάζοντας το κέλυφος του μυθικού στρειδιού,
μένοντας μόνοι

*Από τη συλλογή “Οι μηχανές δονούν το τετράγωνο καθώς πλησιάζουμε στη σταύρωση”, Έκδοση Αγαύη, Αγρίνιο 2024.

Leave a comment