William Everson, Seed / Σπόρος

Some troublous birth,
Like an awkward awakening,
stirs into life.

Terrible and instinctive
It touches my guts.
I fear and resist it,
Crouch down on my norms, a man’s
Patent assurances.

I don’t know its nature.
I have no term for it.
I cannot see its shape.
But, there, inscrutable,
Just underground,
Is the long-avoided tatency.

Like the mushrooms in the oak wood,
Where the high-sloped mountain
Benches the sea,
When the faint rains of November
Damp down the duff,
Wakening their spores- –
Like them,
Gross, thick and compelling,
What I fear and desire
Pokes up its head.

Σπόρος

Κάποιος σπόρος μέσα μου,
Κάποια ταραγμένη γέννηση,
σαν ένα αμήχανο ξύπνημα,
αναδεύεται στη ζωή.

Τρομερό και ενστικτώδες
αγγίζει τα σωθικά μου.
Το φοβάμαι και του αντιστέκομαι,
Σκύβω πάνω στις νόρμες μου.
διαβεβαιώσεις μου.

Δεν γνωρίζω τη φύση του.
Δεν έχω κανένα όρο γι’ αυτό.
Δεν μπορώ να δω το σχήμα του.
Αλλά, εκεί, ανεξιχνίαστο,
Απλά υπόγεια,
…είναι η μακροχρόνια απελπισία που έχει αποφευχθεί.

Όπως τα μανιτάρια στο δάσος της βελανιδιάς,
όπου το ψηλό βουνό…
…ακουμπάει στη θάλασσα,
Όταν οι αμυδρές βροχές του Νοεμβρίου
υγραίνουν την άμμο,
ξυπνώντας τα σπόρια τους…
Σαν κι αυτούς,
ακαθάριστα, παχιά και επιτακτικά,
Αυτό που φοβάμαι και επιθυμώ
βγάζει το κεφάλι του.

*Απόδοση: Δημήτρης Τρωαδίτης

Leave a comment