Τρίπτυχο
a
Bar man
Δεν ήπιε ούτε το τσάι της.
Πλήρωσε και αφού κοίταξε για τελευταία φορά,
την διακόσμηση του χώρου
κατευθύνθηκε στην έξοδο του Bar.
Ήταν πολύ πρωί ακόμη άδεια η αίθουσα
μόνο εκείνη και ο Bar man.
Έξω ψιλόβρεχε.
Η αίσθηση της ζωής την συνεπήρε.
Ένα ισότονο έβγαινε από μέσα της.
Οι δρόμοι είχαν ονομασίες.
Εκείνη γύρευε ένα συγκεκριμένο δρόμο.
b
H Οφηλία δεν μένει πια εδώ
Υπάρχουν πολλά, είδη έρωτα.
Το επιβεβαιώνουν οι πληγές στο σώμα των ανθρώπων
καθώς μαρτυρούν την μοναδικότητα κάθε συντρόφου.
Εσύ αγαπημένε, είσαι το καντήλι
που φωτίζει τον παραδείσιο τάφο μου,
αφού εσύ τα περιέχεις όλα,
στην φωνή
και στην αιώνια παλινδρομική κίνηση της αγάπης σου,
γεμάτη από μύθους και ιστορίες λαών που πνίγηκαν στον χρόνο..
Εσένα, κρατώ σαν λάβαρο της ελευθερίας μου
και δεν σε απαρνιέμαι.
Ανησύχησα καθώς είδα το σπίτι μας, άδειο.
Και όμως αυτός ήταν ο βαθύτερος σκοπός μου.
Να πεις: «Η Οφηλία δεν μένει πια εδώ».
C
Μαζί
Δεν θέριεψε ο ήλιος / Πρώτη μέρα
Δεν σύρθηκε το βλέμμα μια αυγή
Στο πρέπον και μη / να δώσει θέλει πέρας
Σε τόπο / χρόνο / οι άνθρωποι μαζί/
Σε στέκια μιας κοπής / Δεύτερη μέρα
Ατάραχη ζωή χωρίς ήχου πνοή /
Και πριν και τώρα / πάντα εδώ /
Κάτι πικρό / Rock πέρασμα / κι άτεγκτο σκληρό/
Γερνούμε εμείς οι νέοι/ μ’ ένα φάκελο κρυφό/
Δεν είναι μέσα κι έξω νικηφόρος ο ψαλμός/
Τρίτη μέρα / Τοπίο θολό / κι αγαπημένο /
Μια γυναίκα μόνη / Θρέφει μωρό και θάνατο μαζί/
Πνίγεται ο άνδρας /σε μικρή λίμνη από κλάμα/
Τέταρτη μέρα/σκυλιά παρέα με βατράχια /
Ξεβράζονται σε πεζοδρόμια / περιπατητές μαζί τους εκλιπαρούν/
Ένα ποτάμι από φως / Πέμπτη μέρα/
Μήνυμα πάνω κι από τον χτύπο της καρδιάς /
Αστραφτερή στιγμή / με μια μπουκιά/ στο στόμα /
Πιότερο και από την ίδια την ζωή / Εσύ/
Μέρα… δεν θυμάμαι πια τον αριθμό /
Ξεχασμένη από καιρό / ξαναγυρνώ πάλι σε σένα
‘Όπως ο διψασμένος στην δροσερή πηγή/
Βελούδινη κάθε επαφή / στο στόμα και στα χέρια /
Αφή και πάλι αφή / μοναδική / που ξεγελά θάνατο και ζωή
