Ονειρεύτηκε εις μάτην
μια VIP θέση σε βαγόνι ασφαλείας
την αμαξοστοιχία να σφυρίζει
προς τον τελευταίο σταθμό.
Ο ασύρματος ξέβρασε παράσιτα
εξωγήινων συγχορδιών
εκπέμποντας κλήση για θητεία
σε άχρωμη ζώνη.
Οι άμυνες κατέρρευσαν
τσιγάρο σβησμένο πρόχειρα
με μια σοβαρή κουβέντα.
Το όπλο στα χέρια του
βαριά υπόσχεση
το κλικ της σκανδάλης
σπρωγμένο για μάχη.
Τότε οι συνεπιβάτες τον σταμάτησαν.
«Είσαι ο εθνικός μας ποιητής»
ψιθύρισαν με τα μάτια
στυλωμένα στο κενό.
Προσφέρθηκε το σκονάκι του θανάτου
σε χαρτί από ξυλόλιο αλλά εκείνος
με μια ψυχή που έβραζε καζάνι
πέταξε στα μούτρα τους: «Ντροπή».
Τα χείλη των νεκρών αγιάστηκαν.
Η οθόνη ανέβασε τον θίασο της εσχάτης προδοσίας.
Το πάνελ υπερψήφισε τη στιγμή.
Η τηλεθέαση κάρφωσε το ταβάνι.
Μπαμ μπαμ τα χειροκροτήματα.
Σφαίρες που γυαλίζουν στον αέρα.
Οι βουλευτές
σφραγίδες, βλέμματα σβηστά
επικύρωσαν το αναπόφευκτο.
Κι αυτός
μπροστά στην ερημιά της προσοχής
κομμάτιασε τα φώτα της ψυχής του
σε μια κοιλάδα ψεμάτων
μπαζωμένη.
Aπό τη συλλογή ‘’Κουνούπι τίγρης”, Εκδόσεις Θράκα, 2024.
