Κοιτώ
την εικόνα ενός παιδικού κορμιού
να ανασαίνει την αυγή,
απ’ τα συντρίμμια
ενός κτιρίου βομβαρδισμένου.
Λέω
πως θεός δεν υπάρχει
στην κόψη των καιρών,
μπρος στ’ ανθοφόριο της κοιλιάς του ,
ένας καθρέφτης των τοπίων που ψυχορραγούν.
Η όραση
περιθανάτιο πέρασμα,
του ματιού μου η ματιά
χαϊδεύει με χέρια σταυρωμένα
πίσω από πόρτες,
όλα τα γνώριμα πρόσωπα .
Ακόρεστα λάφυρα της σάρκας,
παρόντα είναι τα χέρια, τα πόδια, τα σώματα,
τα μαλλιά τους και τα ρουθούνια στην θέση τους, ακόμα στεγνά.
Κάθε βραδιά
που ένα κτίριο γέρνει,
οι Δημοσιογράφοι στραγγίζουν νούμερα τηλεθέασης,
οι Ιεροεξεταστές του καναπέ ακυρώνουν με λόγια λαιμητόμους,
την τροφαντή ομορφιά της Γης.
Οι Πολιτικοί με τις πολύχρωμες γραβάτες και τα δόντια πορσελάνης, δεν σταματούν να υπόσχονται ,
τα ψεύδη των ψευδαισθήσεών μας.
Κάθε δευτερόλεπτο σκέψης,
αναβρύζει τον θάνατο ενός παιδιού απ’ τα ερείπια.
Κάθε βραδιά
ακούω την ένταση των τηλεοράσεων
απ’ τα διαμερίσματα του πρώτου ορόφου.
Κι ανοίγω τις πόρτες των υπνοδωματίων,
πιάνοντας γελοίες, ενοχλητικές κουβέντες
με τους Συγκατοίκους μου.
Τι θα μαγειρέψουμε αύριο, θα πας τράπεζα, πήρες τηλέφωνο τη Φωτεινή, κι οι παρενέργειες απ’ την χημειοθεραπεία;
Ύστερα
γνωρίζοντας το ιερό σφάγιο,
αποφεύγω ν’ ανέβω προς το βωμό,
τα παιδιά εξακολουθούν να πεθαίνουν,
καμία σμίλη προσευχής απάνω τους δεν σταματά.
Μέσα μου
η μουσική είναι ένα μοιρολόι ηπειρώτικο,
έξω μου
ελέγχω το σκυλί στο μπαλκόνι,
τέσσερα πόδια, γρήγορη ανάσα, μια ουρά,
το χάδι στο δέρμα του και το δικό μου δέρμα ζωντανό ακόμα.
Το βλέμμα και η λύπη του, όλες οι αναμονές κι ο πρώτος στραγγιστής της λήθης στη λύπη του πρώτου Ανθρώπου.
Και συ κατεβαίνεις
κατεβαίνεις απ’ το ανάστημα,
καθε φορά που είναι αδύνατον να σώσεις το παιδί απ’ την βασιλιά των σκιών.
Και συ κατεβαίνεις
γιατί ο αφρισμένος ποταμός μέσα σου,
είναι αδύνατον να ξεδιψάσει τη λύσσα των αφεντάδων
κι όλο παρασύρει νεκρά και νεκρά κορμιά ,
ως την Αχερουσία λίμνη.
Και συ κατεβαίνεις
και στο διάβα των νεκρών παιδιών,
χαμηλώνουν Άνθρωποι, Άνθρωποι και βουνά.
Οι αγκαλιές
Μαυλίστρες των αιώνων!
Αγκαλιάζω το γάτο μου,
που τα ανασηκωμένα του ρουθούνια στο ημίφως ,
γίνονται αθέατη Σινδόνη από φοινικικό λινάρι,
για να σκεπάσουν τη γύμνια της συντριβής μου.
Συστρέφομαι στα σείστρα των σφυριών του μυαλού μου,
κάθε φορά που τα παιδιά πεθαίνουν,
τίποτα και κανέναν δεν μπορώ να σώσω,
τίποτα και κανέναν δεν μπορώ να σβήσω,
τίποτα και κανέναν δεν μπορώ να ξεχάσω.
Και τότε
μπορώ να αγαπώ λίγο περισσότερο
τους δικούς μου Ανθρώπους,
να θυμάμαι την προσωρινότητά μας
και να ελέγχω αν είμαστε ακόμα εν ζωή.
Γιατί πατρίδα του Ανθρώπου είναι μονάχα οι Άνθρωποι
Και μοναδική περιουσία του,
μονάχα τα παιδιά του.
Κάθε φορά που τα παιδιά πεθαίνουν κάτω απ’ τα συντρίμμια ενός κτηρίου βομβαρδισμένου, ενός έρμαιου του σεισμού,
βλέπω μονάχα τα κρίνα του Αυγούστου να ματαιώνονται στην άμμο.
Τα όμορφα κρίνα,
που κανείς δεν ποτίζει ,
μα πάντα, μα πάντα ανθίζουν την πιο αναπάντεχη έκπληξη στην ήττα της ζωής
*Δημοσιεύτηκε στο φυλλάδιο ”Κουνούπι” Νο 6, 2024.
