Λι Μπάι, ποιήματα

Φεγγαρόφωτο, τα πίνω μόνος

Μια κούπα κρασί, κάτω από τ΄ ανθισμένα δέντρα
κανένας φίλος εδώ γύρω. Τα πίνω μόνος.
Υψώνω την κούπα μου, ζητώντας από το φεγγάρι
να γίνουμε τρεις μαζί με τη σκιά μου.
Αλίμονο, το φεγγάρι δεν έχει ιδέα από ποτό
κι η σκιά το μόνο που ξέρει είναι να σέρνεται στο πλάι μου.
Κι όμως με φίλο το φεγγάρι και σκλαβάκι τη σκιά μου
θα τα καταφέρω μια χαρά ως το τέλος της Άνοιξης.
Τραγουδώ και το φεγγάρι σιγοντάρει με τις αχτίνες του
χορεύω κι η σκιά μου τρεκλίζει από κοντά.
Κι όταν μας περνάει το μεθύσι, μοιραζόμαστε χαρές.
Τώρα πάλι μεθυσμένοι, ο καθένας παίρνει το δρόμο του
μακάρι να κρατούσε κι άλλο αυτή η συντροφιά
μακάρι να βρεθούμε στο τέλος όλοι μαζί
εκεί ψηλά, στο Θολό Ποτάμι, το Γαλαξία.

*

Αποχαιρετώντας τον Μενγκ Χάο Γιαν, φεύγοντας για το Γιανγκ Τσου

Παλιέ μου φίλε,
μ΄ αφήνεις στο μπαλκόνι με τα κίτρινα γεράνια,
παίρνοντας το δρόμο για το Γιανγκ Τσου,
το μήνα που ανθίζουν τα λουλούδια και μας τυλίγει η ομίχλη.
Ένας ίσκιος, ένα βήμα που χάθηκε στον αιθέρα τον γαλανό.
Τώρα πια βλέπω μόνο το ποτάμι- ανεβαίνει στον ουρανό.

*

Κοιτώντας τα όρη «Η Πύλη του Ουρανού»

Ο ποταμός Τσου διασχίζει την Πύλη του Ουρανού.
Το πράσινο νερό φτάνει ως εδώ από την Ανατολή —
μετά όλα δίνη και στρόβιλος.
Σε κάθε όχθη, λόφοι στα γαλάζια θωρούν ο ένας τον άλλο.
Ένα τόσο δα πραγματάκι,
ένα μοναχικό πανί έρχεται από τη μεριά του ήλιου.

*

Στο λόφο Τζιντίνγκ Σαν, μόνος

Ένα κοπάδι πουλιά, ψηλά στον ουρανό.
Ένα μοναχικό σύννεφο πλανιέται τεμπέλικα.
Κοιταζόμαστε, εγώ κι εσύ, και δεν βαριόμαστε
και μπροστά μου, είσαι εσύ και μόνον εσύ, Τζιντίνγκ Σαν.

*

Περνώντας τη νύχτα σ΄ ένα ναό στο βουνό

Εκατό πόδια ψηλό είναι το τείχος.
Από δω μπορεί κανείς να φτάσεις τ΄ άστρα
και να τα ξεριζώσει – μα δεν τολμώ παρά να μιλώ ψιθυριστά
απ΄ το φόβο μήπως και ταράξω τους ανθρώπους τ΄ ουρανού.

*

Ανοιξιάτικο βράδυ στο Λουογιάνγκ, τραγούδι του φλάουτου

Από πιο σπίτι άραγε να φτάνει μυστικά ως εδώ
τραγούδι από σμαραγδένιο φλάουτο;
Το παρασέρνει τ΄ ανοιξιάτικο αγέρι που τυλίγει την πόλη.
Το νυχτερινό τραγούδι μου φέρνει στο νου τη ρημαγμένη ιτιά.
Ποιος άλλωστε δεν θα θυμόταν τώρα το σπίτι του;

*

Τραγούδι

Όλο το δάσος
η ομίχλη το τύλιξε απ’ άκρη σ’ άκρη.
Το βουνό κρύσταλλο στο βάθος του τοπίου
μόλις που φαίνεται
στο χρώμα της μελαγχολίας στέκει, ένα μοβ.

*”Λι Μπάι Ποιήματα”, εκδόσεις Σμίλη, Απόδοση: Γιώργος Βέης.

Leave a comment