Ένα ποίημα είναι μια αίσθηση
που ξυπνάει Κυριακή πρωί
έντεκα του Δεκέμβρη
με τον ήλιο στα δόντια
και το τσιγάρο στο φίλτρο
και εξαπλώνεται στην πόλη
σαν μάστιγα πυρηνικού ολέθρου
γεμάτη αρώματα, βλασταίνει
απ’ τις θηλές στο στήθος σου
εξοργισμένη από τον ήχο
των αυτοκινήτων γίνεται κισσός
αναρριχώμενος που καταπίνει
κάθε ερειπωμένο αρχοντικό
μα παρασύρεται μετά,
μέσα σε κόκκους σκόνης της πλατείας
με τα βρώμικα πλακόστρωτα,
και γίνεται τροφή
των ταχυδρομικών περιστεριών,
στέλνει μηνύματα πολέμου
και κραυγές πρωινής άνοιξης
στο μέσο του χειμώνα
—μιας άνοιξης που όλο υπόσχεται πως θα ‘ρθει—
και ύστερα
—όχι πολύ μετά— προβάλλει
μέσα απ’ τα ρουθούνια μου
(επίμονος τρυποκάρυδος), πιάνει
τα κέρατα του τάρανδου
στο έλκηθρο του χρόνου,
λεηλατεί τον χρυσό κανόνα
των γραμμών του τρένου,
σέρνεται στη λάσπη
του λιμανιού, για να φτάσει
λουσμένη στ’ αρώματα του πολιτισμού,
στα μάτια σου.
τρομάζεις;
μη φοβάσαι —σου λέει
ήρθα σαν κλέφτης να πάρω
τη θλίψη τους, σχεδιάζω
να κάνω μαζί της το ταξίδι
του μεγάλου μεταξιού• άκου
το σχέδιό μου:
θα καταδυθούμε
στην τάφρο των μαργαριταριών
στον κάτω κόσμο
με τις κόκκινες πορσελάνες,
θα γίνουμε λάβα πράσινη ηφαιστείου,
θολωμένοι απ’ το αέριο των μηχανών
και την ευσπλαχνία των πιγκουίνων.
υπόσχομαι,
μόλις μεθύσουμε για τα καλά
να κάνουμε έρωτα
σε σπηλιές υποσιτισμένων κομητών
φορώντας μάσκες δαιμονισμένων
αερίων, γλείφοντας
μέλι και οξύ λευκών μανιταριών
και να πεθάνουμε —μαζί
στο ορκίζομαι— βυθισμένοι
στον ζεστό καρκίνο της ματαίωσης
του κύκνου στο χορό των τρυπανιών
βαμμένοι με χρώμα κλεμμένο
από το δάκρυ του κλόουν.
*Από τη συλλογή “Η ιερουργία της Άνοιξης”, Εκδόσεις Κουρσάλ, 2016.
