Το αγόρι με τη μάινα στον ώμο
-Στη συνοικία Κλώνο Του Μπρονξ ––Αποβάθρα μεταναστών-Πληθώρας υπογείων- Του εγκλήματος-Της προσφυγιάς της υδρογείου -Το αγόρι απ’ το Γκντανσκ-Με τη μάινα στον ώμο- Που πάει με βήματα γοργά-Μαθήματα βιολιού-Μαγεύει με τη μουσική-Στον πάτο μας ποντίκια-Που μπαίνουν από φωταγωγούς και λούκια-Μαζεύει με τη μάινα στον πάτο μας ρεβίθια-Για να γυρνάμε στην πολυκατοικία-Η δασκάλα μάνα του Alicja–Για να ζήσει τη φαμίλια-Πλένει δυο ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα-Ο πολιτικός μηχανικός-Πατέρας Lech- Και στη συνοικία μπογιατζής -Πίνει τα πόδια του στη γωνιακή ΕΒΓΑ μέχρι το χάραμα–Το αγόρι όμως απ’ το Γκντανσκ-Με τη μάινα στον ώμο-Που πάει με βήματα γοργά–Μαθήματα βιολιού-Μαγεύει με τη μουσική στον πάτο μας ποντίκια-Που μπαίνουν από φωταγωγούς και λούκια-Μαζεύει με τη μάινα στον πάτο μας ρεβίθια-Για να γυρνάμε στην πολυκατοικία-Ώσπου το αγόρι απ’ το Γκντανσκ–Απ’ του πατέρα του μια οργή-Μια νύχτα που ‘χει παραπιεί-Βρίσκει κομμάτια το βιολί–Κι η συνοικία Κλώνος Του Μπρονξ θα τον ρουφήξει σαν την τρύπα–Ανήκει πια στα ‘‘Μακριά Παλτά’’ μια συμμορία-Μισεί και την Ελλάδα και την Πολωνία-Η μάινα κορακιάζει η κακομοίρα-Τα νέα του από κάποιον -Που από πιοτό γυρνάει σαν τη μύγα-Μαγκώθηκε από μπάτσους ως τσιλιαδόρος σε ληστεία-Θα κάνει καιρό να ξαναδεί την Κοινωνία- Αλλά κι εμείς δεν ζήσαμε καλύτερα-Γέμισε ο πάτος μας ποντίκια- Που μπαίνουν από φωταγωγούς και λούκια-Δεν βρίσκουμε ρεβίθια– Για να γυρνάμε στην πολυκατοικία-Στη συνοικία Κλώνο Του Μπρονξ -Αποβάθρα μεταναστών-Πληθώρας υπογείων- Του εγκλήματος- Της προσφυγιάς της υδρογείου.
*Από τη συλλογή Το καρουσέλ του Τσε Γκεβάρα, εκδόσεις Οδός Πανός, 2016.
*
Μαγαζί της θλίψης
–Σε »Μαγαζί της Θλίψης»-Μαγαζιά για ταξιδιώτες στις αποικίες της ανθρωπότητας στο Διάστημα–Γκαρσόνι αίμα με χλωρίνη καθαρίζει-Κι ένα άλλο με πένσα από τον τοίχο βγάζει σφαίρα-Αυτήν τη βδομάδα-Φορούν ινδιάνικες στολές και συζητούν για ακόμη μία σκηνή εγκλήματος υπό το βλέμμα-Του διευθυντή που επιτηρεί με στολή καουμπόικη και βρίζει ρεμάλια σαν εμένα-Που κατά τη γνώμη του σαν τα τσιμπούρια-Βρομώντας μοναξιά-Δεν ξεκολλάνε-Χαζεύοντας τα σκάφη στην αποβάθρα και μεταξύ τους σκοτώνονται για πλάκα-»Τι περιμένεις από μάτια που δεν βλέπουνε φύση»-Ανδρόγυνο μου ψιθυρίζει και μου συστήνεται καθηγητής των Μετεώρων μ’ ένα κασόνι μπίρες σε χαπάκια–Ράβει βρόχους του Χρόνου που τους πουλάει όπου νομίζει-Ή μήπως είναι παραίσθηση απ’ τη μοναξιά και τα δικά μου χάπια-Σε λίγο τα »Παιδιά της Αγριας Ελευθερίας» θα ξαναεπιτεθούν στους μπάτσους κι όλοι είναι έτοιμοι για τη σύγκρουση που επαναλαμβάνεται χρόνια χωρίς νικητή και θεατές μόνον ορθίους-Ενώ μεταδίδεται σε απευθείας μετάδοση στον Ιστό και τα τηλεοπτικά κανάλια-Τα »Παιδιά της Αγριας Ελευθερίας» διεκδικούν το δικαίωμα όλων να μετοικούν στις αποικίες της ανθρωπότητας στο Διάστημα-Προς το παρόν αποκλειστικό δικαίωμα της μπουρζουαζίας και της εξουσίας με ειδικό διάταγμα-Σε »Μαγαζί της Θλίψης»-Μαγαζιά για ταξιδιώτες στις αποικίες της ανθρωπότητας στο Διάστημα–Γκαρσόνι αίμα με χλωρίνη καθαρίζει-Κι ένα άλλο με πένσα από τον τοίχο βγάζει σφαίρα-Αυτήν τη βδομάδα-Φορούν ινδιάνικες στολές και συζητούν για ακόμη μία σκηνή εγκλήματος υπό το βλέμμα-Του διευθυντή που επιτηρεί με στολή καουμπόικη και βρίζει ρεμάλια σαν εμένα-Που κατά τη γνώμη του σαν τα τσιμπούρια-Βρομώντας μοναξιά-Δεν ξεκολλάνε-Χαζεύοντας τα σκάφη στην αποβάθρα και μεταξύ τους σκοτώνονται για πλάκα-
*Από τη συλλογή Κάθαρμα, εκδόσεις Οδός Πανός, 2020.
*Τα ποιήματα και η εικόνα της ανάρτησης έχουν δημοσιευτεί στο https://stahtes2003.com
