Όταν μια ανώτερη δύναμη δώσει διαταγή,
Ο Ποιητής εμφανίζεται στη γη την ανιαρή,
Η φοβισμένη μάνα του κατάρες σφύζει,
Προς το Θεό που την ελεεί, τις γροθιές της σφίγγει:
(Αχ! γιατί δεν έβγαλα ένα κουβάρι οχιές,
Παρά την παρωδία τούτη να βυζαίνω!
Καταραμένη να ‘ναι η νύχτα με τις εφήμερες ηδονές
Όπου την τιμωρία μου συνέλαβε η μήτρα).
Αχ! καλύτερα να γένναγα ένα κουβάρι οχιές,
Παρά να θηλάζω τούτη την παρωδία!
Καταραμένη η νύχτα με τις εφήμερες ηδονές
Όπου η μήτρα μου συνέλαβε την τιμωρία.
(Αφού εμένα διάλεξες απ’ όλες τις γυναίκες
Στον λυπημένο άντρα μου να φέρνω αποστροφή,
Και πια δεν το μπορώ στις φλόγες να το ρίξω,
Σαν ένα μπιλιετάκι ερωτικό, αυτό το τέρας το κοντό,)
Αφού απ’ όλες τις γυναίκες εδιάλεξες εμένα
Στον λυπημένο άντρα μου αποστροφή να φέρνω,
Και πια στις φλόγες να το ρίξω δεν αντέχω,
Σαν ένα γράμμα ερωτικό, το ζαρωμένο τέρας,
Το μίσος σου που με βαραίνει θα κάνω ν’ αναβλύσει
Στης προστυχιάς σου τ’ όργανο απάνω, την κατάρα μου να ‘χει,
Και αυτό τ’ άθλιο δέντρο θα κάνω να λυγίσει,
Να μην μπορεί τα βρώμικα μπουμπούκια να πετάξει.
(Τα βρώμικα μπουμπούκια του να μην μπορεί να βγάλει.)
Κι έτσι καταπίνει του σάλιου της τον αφρό,
Και για αθανασία μην κατανοώντας το σκοπό,
Μόνη της ετοιμάζει στης κόλασης τα βάθη
Τα ξύλα που προορίζονται για της μητροκτόνου την καύση.
Όμως υπό αόρατου Αγγέλου την προστασία,
Με τον ήλιο τ’ απόκληρο παιδί μεθάει,
Και μέσα σ’ ότι κι αν πιεί, σ’ ότι κι αν φάει
Το βαθυκόκκινο νέκταρ ξαναβρίσκει και την αμβροσία.
Παίζει με τον άνεμο, με το σύννεφο μιλάει,
Κι ενώ τραγουδάει, ο δρόμος προς το σταυρό το μεθάει:
Και στο προσκύνημά του το Πνεύμα που το ακολουθεί
Κλαίει που το βλέπει χαρούμενο σαν ένα του δάσους πουλί.
Με φρίκη το παρατηρούν όσοι θέλει ν’ αγαπήσει,
Ή ξεθαρρεύοντας απ’ τη δικιά του τη γαλήνη
Ποιος ένα παράπονο θα μπορέσει να του αποσπάσει, ψάχνουν
Και πάνω του την αγριότητάς τους δοκιμάζουν.
Στο ψωμί και στο κρασί που για το στόμα του προορίζουν
Στάχτη με βρωμερά φλέγματα αναδεύουν
Με υποκρισία πετούν ότι έχει αγγίξει
Και τον εαυτό τους κρίνουν που στα ίχνη του έχουν περπατήσει.
Η γυναίκα του φωνάζοντας στις δημόσιες πλατείες πηγαίνει.
«Αφού όμορφη με βρίσκει αρκετά για να με λατρεύει,
Το αρχαίο είδωλο θα υποδυθώ
Και σαν αυτό θέλω να χρυσωθώ.
Και θα μεθύσω με νάρδο, με σμύρνα, με λιβάνι,
Με γονυκλισίες, με κρέας και κρασί
Για να μάθω από μια καρδιά που με θαυμάζει, αν μπορώ
Γελώντας τη θεία υποταγή να σφετεριστώ.
*Μετάφραση: Έφη Καρασμάνη.
