Ελάχιστοι άνθρωποι κουβαλούν εξ’ απαλών ονύχων ένα κάλεσμα βαρύ κι ασήκωτο. Τυγχάνω ένας εξ’ αυτών. Δεν διάλεξα το λειτούργημα του γιατρού – εκείνο με άρπαξε. Απόδειξη του καλέσματος που αναφέρω: η εμμονή του πατέρα μου να ακολουθήσω τον ιατρικό κλάδο, ώστε να αναλάβω τη διαχείριση του ιατρείου του που άνοιξε πριν 80 χρόνια ο αείμνηστος παππούς μου. Θα αρκούσε απλώς μια γωνίτσα του άβυθου πελατολογίου που κληρονόμησα, για να αντιληφθεί ο αναγνώστης το μέγεθος του μόχθου, του κόπου και της βασάνου που μου επιφύλασσε το μέλλον.
Η προμηθεϊκών διαστάσεων μοίρα μου με καταδίκασε να αφιερώσω το ζην μου στο καλό της ανθρωπότητας – αδιαφορώντας κραυγαλέα για το ευ ζην. Ποτέ μου δε λιγοψύχησα. Ποτέ μου δεν κοίταξα την ιατρική τέχνη με τις παρωπίδες της ιδιοτέλειας. Δεχόμουν αγογγύστως την ανηφοριά της προσφοράς.
Γνωστό τοις πάσι πόσο απαιτητική είναι η ιατρική σχολή. Ωστόσο, όχι όλοι οι τελειόφοιτοι έχουν την καλοτυχία να αράξουν μετά το πέρας της κοπιώδους εξαετούς φοίτησης. Λίγους μήνες ή χρόνια, αδιάφορο – ένα διάστημα ανάπαυσης είναι αναγκαίο, ώστε να ξεκινήσει, όστις είναι προορισμένος λειτουργός της τέχνης μας, την ειδικότητα με γεμάτες τις μπαταρίες, καρδαμωμένος. Ήμουν από τους ελάχιστους τελειόφοιτους που ηναγκάσθη την αμέσως επόμενη μέρα του πτυχίου να διασχίσω την άβυσσό της
Πάντα με τρόμαζε η επιμονή κάποιων συναδέλφων μου, να αντιμετωπίζουν με πλήρη ακαρδία τους ασθενείς τους. Ποτέ μου δεν τόλμησα να χαλάσω χατίρι και να αρνηθώ το ποσό καλοτυχίας – αυτό που αποκαλεί ο χύδην όχλος φακελάκι. Τις κρίσιμες ώρες του άγχους, της αγωνίας και του πιθανού ξεψυχίσματος, κάθε βαριόκαρδος ασθενής πρέπει να ακούει μόνο “ναι”. Είναι τουλάχιστον άηθες να αρνούμαστε, εμείς οι θεόθεν λειτουργοί, επιθυμίες ταλαίπωρων υπάρξεων. Προς επίρρωση του ανωτέρω, πολλές φορές, για να τους βγάλω από την αμήχανη και άβολη θέση, ζητούσα ή ακόμα απαιτούσα εγώ ίδιος το ποσό που θεωρούσα ικανό για το προχώρημα της εγχείρησης.
Όντας προσηλωμένος στο καθήκον, δε δίσταζα να ρισκάρω. Μπροστά στον ανθρώπινο πόνο, όλα τα άλλα πάνε περίπατο. Και ένας ειδικευόμενος – με τη δική μου υπερευαισθησία – δεν αντέχει να βλέπει ασθενείς να περιμένουν πολλές ώρες στους διαδρόμους ενός δημόσιου νοσοκομείου – τους έστελνα σπίτι. Παρά την όποια κούραση ή αϋπνία, αναλάμβανα να πάω μετά τη βάρδια ή την εφημερία κατ’ οίκον, ώστε να τους αλαφρύνω.
Μια φορά, ήταν μια ασθενής η οποία έπρεπε άμεσα να χειρουργηθεί. Καθώς τα οικονομικά της δεν της επέτρεπαν να χειρουργηθεί δωρεάν στο δημόσιο νοσοκομείο μας, με δική μου πρωτοβουλία και παρά τις έντονες αντιρρήσεις κάποιων συναδέλφων μου, η ασθενής πήρε εξιτήριο. (Όχι μόνο από το νοσοκομείο, γενικά).
Κατανοώ – αλίμονο – την ενστικτώδη ροπή των (άλλων) γιατρών για δύναμη, εξουσία και δόξα. Ωστόσο, θα ήταν κόντρα στη δική μου υπερευαισθησία να επιτρέψω κάτι τέτοιο σε βάρος κάποιου ασθενή. Αυτός που υποφέρει έχει κυρίως ανάγκη από σεβασμό, όχι από ελεημοσύνη. Η ανθρώπινη ζωή έχει και τα όριά της.
Γι’ αυτό και όσες άδειες κι αν πήρα, τις πήρα, γιατί πιστεύω στην αλληλεγγύη κι απεχθάνομαι μετά βδελυγμίας την ελεημοσύνη. Συνηθισμένος σε φθονερά βλέμματα συναδέλφων (και μη), είχα θωρακιστεί και δεν άφησα τις κακίες να με παρασύρουν. Επέμενα, μέχρι τέλους, να νιώθω ισάξιος με τον ασθενή, όντας ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Δε λέει τυχαία ο λαός πως αν δε βρέξεις κώλο, σούσι δεν τρως.
16.10.24
