Κοιτώντας προς τα έξω για λίγη ομορφιά
Κύλησε ο βράχος που έκρυβε τη ρωγμή.
Και τι ωφελούν τώρα οι χρησμοί;
Οι οιωνοσκόποι λάθεψαν…
Στους ίδιους δρόμους πέρασαν
Χωρίς χρόνο, θυσιάζοντας για μια καλύτερη ζωή
Κάποτε, θα ξυπνήσουμε μέσα στη νύχτα και η πόλη θα έχει ρημάξει
μια μαύρη φιγούρα θα στέκεται ακίνητη έξω απ΄το δωμάτιο μας
Τώρα τα μεσημέρια του καλοκαιριού κάτι στριγγιές φωνές διαπερνούν πού και πού
τις γερμένες μπαλκονόπορτες τις τρύπιες σίτες
Στους ξεφτισμένους τοίχους απλώθηκε ο χρόνος
απύθμενη δυστυχία, ο νους μου αγωνιά
Το σύνθημα έλεγε “Καμία Ελπίδα”,
αλλά μια λάμψη πάντα υπήρχε σ ν κόρη των ματιών αυτής της πόλης.
Αναζητάμε λίγη πνοή μέσα στον καθημερινό θάνατό της,
παίζουμε με τις λέξεις, τους ήχους, τα νοήματα
πασχίζοντας να συναντηθούμε.
Η εξουσία μόλυνε τα νερά, ακαδημαϊκοί αναλύουν τα λύματα
η ίδια συνταγή, αποσιώπηση, φόβος και αδράνεια.
Σιωπή. Απόψε θα πνιγείτε απ΄τα γέλια μας.
*Το ποίημα δημοσιεύεται στο περιοδικό Έκτός”, τεύχος 3, αστικό, περιοδική έκδοση του εγχειρήματος εκδόσειςτων άλλων, Ιανουάριος 2023. Σελ. 68-69.
