Πατώ τον ίσκιο ενός ξένου.
Φορώ τα ρούχα ενός πουλιού.
Μιλώ στη γλώσσα ενός οργάνου
φτιαγμένου από χορδές νερού
Πενθώ το σκεύος το πήλινο
Που την ψυχή του περιέχει,
Αυτή που γέννησα κι ανάθρεψα
Και που θεός δεν την αντέχει.
Στα σκοτεινά δεν άγγιξα άνθρωπο.
Στο φως της μέρας τόσο χιόνι
Που σφίγγω πάνω μου το φτέρωμα
Κι αυτό με σπάει και με λιώνει.
Σε κάποιο ενυδρείο μεγάλωσα.
Μεγάλο ψάρι χωρίς λέει,
Παιδί καθόλου απαραίτητο
Αλλά από μάνα καθωσπρέπει.
Τ’ αυτιά σου κλείνοντας στο τραύλισμα
Των ταξιδιών και των ερώτων
Ο Αρχάγγελος μου ο μουσόληπτος
Τραγούδησε, προς των πρώτων.
Τώρα κανείς. Μετά γυαλάκια μου
Διαβάζω συντριβή και στέμμα.
Αυτός ο κόσμος ο κατάπληκτος
Θα στερηθεί νερό και αίμα.
*Από τη συλλογή “Σε αβαρές φαλτσέτο – μουσικές και ιστοριούλες για σφύριγμα”, Εκδρόσεις Θράκα, 2024.
