Ένας άνθρωπος περνάει μ’ ένα ψωμί στον ώμο.
Θα γράψω εγώ μετά για το σωσία μου;
Ένας άλλος κάθεται, ξύνεται, βγάζει μια ψείρα απ’ τη μασχάλη, τη σκοτώνει.
Με τι κουράγιο να μιλήσεις για την ψυχανάλυση;
Ένας άλλος μπήκε στο στήθος μου μ’ ένα ραβδί στο χέρι.
Μετά απ’ αυτό να μιλήσω με το γιατρό για τον Σωκράτη;
Ένας κουτσός περνάει μ’ ένα παιδί αλαμπρατσέτα.
Μετά απ’ αυτό θα διαβάσω Αντρέ Μπρετόν;
Ένας άλλος τρέμει από το κρύο, βήχει, φτύνει αίμα.
Θα τολμήσω και να σκεφτώ το Εγώ εκ βαθέων;
Ένας άλλος ψάχνει στη λάσπη για κόκκαλα, φλούδες.
Πως να γράψεις μετά απ’ αυτό, για το άπειρο;
Ένας εργάτης πέφτει από μια στέγη, πεθαίνει και πια δε γιοματίζει.
Θ’ ανανεώσεις, μετά, τον τρόπο, την αλληγορία;
Ένας έμπορος κλέβει έναν πελάτη στο ζύγι ένα γραμμάρι.
Να μιλήσεις, μετά, για την τέταρτη διάσταση;
Ένας τραπεζίτης πλαστογραφεί τον ισολογισμό του.
Με τι πρόσωπο να κλάψεις στο θέατρο;
Ένας απόκληρος κοιμάται με το πόδι στην πλάτη.
Να μιλήσεις σε οποιονδήποτε, μετά, για τον Πικάσο;
Κάποιος πηγαίνει σε μια κηδεία κλαίγοντας.
Πως μετά να έμπεις στην Ακαδημία;
Κάποιος καθαρίζει ένα τουφέκι στην κουζίνα του.
Με τι κουράγιο να μιλήσεις για το υπερπέραν;
Κάποιος περνάει μετρώντας με τα δάχτυλά του.
Πως να μιλήσεις για το μη-εγώ χωρίς να βγάλεις μια κραυγή;
5 Νοεμβρίου 1937
*Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος
