[Το σπίτι]
Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι που ήταν δυο σπίτια.
Ένα κατώτερο κι ένα ανώτερο.
Ένα σπίτι που ήταν
κι ένα σπίτι που ήθελε να γίνει.
Η μισή στέγη με κεραμίδια
η άλλη μισή με τσιμεντένια πλάκα.
Η μια είσοδος υπερυψωμένη
με τρία σκαλοπάτια μάρμαρο, μωσαϊκό στη βεράντα.
Η άλλη, παραδομένη στα νερά της βροχής σε κάθε καταιγίδα
έβλεπε την αυλή να χαράζει τα γόνατα.
Οι μισοί τοίχοι ασοβάτιστοι και ασβεστωμένοι
οι άλλοι μισοί σε χρώμα πλαστικό φυστικί
με στάμπες λουλουδάκια.
Σκέφτομαι τώρα πως οι γονείς μου
δεν άντεχαν τους χωρισμούς.
Πως σ’ αυτήν την καινούρια γειτονιά
έχτισαν ένα σπίτι για να ζήσουν
κι ένα για να θυμούνται.
[Οικοδόμοι και άλλα]
Σε δέκα οικογένειες εφτά οικοδόμοι
δύο ιδιωτικοί υπάλληλοι
κι ένας χαφιές
που δεν θυμάμαι τη δουλειά του.
Κανείς δεν μπορεί να χωρίσει
απ’ αυτό που είναι, παρά μόνο
απ’ αυτό που δεν είναι.
Άλλο οικοδόμος, άλλο εργολάβος.
Απ’ όσους το κατάλαβαν
οι μισοί έγιναν κατασκευαστές.
Κάπως έτσι χώρισαν όλα
τα σπίτια, οι γειτονιές, η πατρίδα ξανά.
Σε μας έμειναν τα καρπούζια ολόκληρα
τα καφάσια με τις μπίρες,
οι καρέκλες στα πεζοδρόμια
στα πλατύσκαλα μοιρασμένες
και δίπλα στις εξώπορτες, το ένα κοινόχρηστο τηλέφωνο
η μια μοναδική τηλεόραση.
Καθένας χρεώνεται τα δικά του
έμαθα αργότερα.
Εύκολος τρόπος να ξεχωρίζω
αυτό που δεν είμαι.
[Τα τραγούδια]
Θα πω για τον Στράτο.
Έπαιζαν τα ραδιοφωνάκια στα συνεργεία
στα καφενεία με τ’ απλωμένα χταπόδια
τα τραγούδια του.
Η μάνα μου τ’ άπλωνε στην αυλή
παρέα με την μπουγάδα.
Μια παραμονή Πρωτοχρονιάς
ο κερδισμένος στα χαρτιά
μας ξεσήκωσε για τη Νεράιδα.
Ο Στράτος ίδιος όπως στα εξώφυλλα.
Γαρδένιες και σπασμένα πιάτα ανάμεσα στα τραγούδια
Και τα τραγούδια έγιναν άλλα.
Τα τραγούδια ήταν δυο.
Όσα αγαπούσα ήταν ρεφενέ
μα στη Νεράιδα
πλήρωνε ο καθένας τα δικά του.
*Από τη συλλογή “Θα γίνουν όλα με τα μάτια ανοιχτά”, Εκδόσεις Βακχικόν, Ιούλιος 2024.
