Μὴν τρῶτε τὰ παιδιὰ τῶν ἄλλων
Μὴν τρῶτε τὰ παιδιὰ τῶν ἄλλων
γιατὶ ἡ σάρκα τους θ`ἀρχίσει νὰ σαπίζει
στὰ περίτεχνα γαρνιρισμένα στόματά σας
μὴν τρῶτε τὰ κόκκινα λουλούδια τοῦ καλοκαιριοῦ
γιατὶ ὁ χυμός τους εἶναι τὸ αἷμα τῶν σταυρωμένων παιδιῶν
μὴν τρῶτε τὸ μαῦρο ψωμὶ τῆς φτωχολογιᾶς
γιατὶ εἶναι ζυμωμένο ἀπὸ τὰ ὄξινά της δάκρυα
καὶ θά ᾽φτανε νὰ πετάξει ρίζες μὲς στὰ μακρουλὰ κορμιά σας
μὴν τρῶτε ἴσαμε νὰ μαραθοῦν καὶ νὰ πεθάνουνε τὰ σώματά σας
ἀκριβῶς γιὰ νὰ πλάσουν ἐπάνω στὸ πένθιμο χῶμα
τὸ φθινόπωρο
*
Των χεριών σου οι τυφλοί μηχανισμοί
Των χεριών σου οι τυφλοί μηχανισμοί
πάνω στα φρικιώντα στήθη μου
οι αργές κινήσεις της παραλυτικής σου γλώσσας
στα παθητικά μου αφτιά μέσα
πνιγμένη όλη μου η ομορφιά στα ορφανά από ίριδες μάτια σου
ο θάνατος μες στην κοιλιά σου που τρώει τον νου μου
όλα ετούτα εδώ με κάνουν δεσποινίδα αλλόκοτη ξένη
*
Προσκαλέστε με να περάσω τη νύχτα στο στόμα σας
Προσκαλέστε με να περάσω τη νύχτα στο στόμα σας
διηγηθείτε μου των ποταμών τα νεανικά χρόνια
ζουπήστε τη γλώσσα μου πάνω στο γυάλινο μάτι σας
δώστε μου για τροφό την κνήμη σας
και ας κοιμηθούμε μετά του αδελφού μου εσείς αδελφέ
γιατί τα φιλιά μας εμάς πεθαίνουν απ’ τη νύχτα πιο γρήγορα
*
Φύτεψα ένα χέρι παιδικό
Φύτεψα ένα χέρι παιδικό
ωχρό απ’ το βαθύ σαράκι που το τρώει
στον κήπο μου με τ’ ανθισμένα δέντρα
το καταχώνιασα στο δυσωδέστατο χώμα
το πότισα το κλάδεψα το ονομάτισα
γιατί ήξερα ότι σε τούτον τον τόπο θε να βλαστήσει μια παρθένα
μια παρθένα απαστράπτουσα από φως και από ζωή
μια νέα πίστη στα παλιά τα μέρη μέσα
*Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
