Χαρά Χρηστάρα, Παρουσίες – Απουσίες

Πρώτη κραυγή του ανθρώπου
αυτή του πόνου…

Καλοκαίρι 2014

Ι. Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ
ΕΚΛΕΙΣΕ ΤΟ ΚΑΦΕ ΖΟΥΡΝΑΛ
…την κυρία Όλγα
πρόσφυγα από το Ουζμπεκιστάν
–μου σέρβιρε τον καφέ
στις οκτώ το πρωί
αλλά όχι νωρίτερα–

την Ρούλα, χήρα σαράντα χρονών
με δυο παιδιά

την Τζούλια, την χαρούμενη,
από το Καζακστάν
–σπούδαζε τουριστικά επαγγέλματα–

την Έλλη με την μακριά
ολόσγουρη κόμη
–μού ’φερνε τις ελίτσες με το ποτό–

την Ξανθίππη, το αφεντικό,
–όλοι την αγαπούσαν κι
όλοι την φοβόνταν–

την Ελένη, την κουνιστή –κοίταζε
πώς θα πάρει πουρμπουάρ–
τον ευγενή Βαγγέλη
όμορφο μελαχρινό

την Μαρία την μικρή χαριτωμένη
–θα σπούδαζε θέατρο–
και τον αδελφό της τον ακόμα πιο
μικρό, μαθητής, γαρ,
–χαιρετούσε φασιστικά
μολονότι γλυκός και τρυφερός–

όλους αυτούς τους έχασα
όταν το Ζουρνάλ
όπου περνούσα τα καλοκαίρια μου
και τους χειμώνες μου
έκλεισε…

ΕΚΛΕΙΣΕ ΚΑΙ Η ΠΥΞΙΔΑ

Έκλεισε, είπαμε, το καφέ Ζουρνάλ.
Έκλεισε δίπλα και η Πυξίδα.

Η Ράνια που αγωνιζόταν
να την κρατήσει
με νύχια και με δόντια
μικρή παλεύοντας με τους
μεγάλους της δουλειάς
έλαβε απρόσμενα
τελειωτικό χτύπημα
από ασυνείδητο γιατρό…

Τόσα χαμόγελα καθημερινά
περνώντας από ’κει
τόσες καλημέρες
τόση εκατέρωθεν συμπάθεια
για τα ειπωμένα και
τα ανείπωτα
με την ίδια και την φίλη της.

Τέλος οι παραγγελίες
των βιβλίων.

Τέλος το βιβλίο μου
στην βιτρίνα
με την γαλάζια τουλίπα
περιποιημένο, τυλιγμένο
ίδια στο χρώμα του εξώφυλλου.

Το βιβλιοπωλείο Πυξίδα έκλεισε.

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ ΦΑΡΜΑΚΙΩΤΗ ΕΚΛΕΙΣΕ

Έκλεισε το Ζουρνάλ
απέναντι απ’ το σπίτι μου.

Έκλεισε παραπάνω η Πυξίδα.
Πιο κάτω έκλεισε
σε κοντινή περίοδο
και το φαρμακείο Φαρμακιώτη.
Τα νεαρά αδέλφια
Απόστολος και Άλκηστη
όμορφοι και οι δυο
προπάντων ευγενείς
που ξεκίνησαν με όνειρα
πάλευαν κι αυτοί
με τους μεγάλους της δουλειάς τους.

Τους είχα αγαπήσει κυριολεκτικά.
Τους χάρισα βιβλίο.
Ό,τι χρειάστηκα μου τό ’φεραν
ακόμη και το πιο ακριβό
με τέτοια κρίση.
Ακόμα και με κίνδυνο
ζημιάς δικής τους.

Δυο χρόνια πηγαινοερχόμουνα.
Πότε τηλεφωνώντας πρώτα
πότε ξαφνικά
ή, πρωί, για καλημέρα.

Μια μέρα του Νοέμβρη
που δεν απαντούσαν στο τηλέφωνο
σηκώθηκα, πέρασα από ’κει
κι όλα κλειστά και άδεια–
«ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ» στο τζάμι.
Δεν είχα κινητό τους ή διεύθυνση.

Το φαρμακείο Φαρμακιώτη
έκλεισε…

Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΕΝΕΙ ΑΝΟΙΧΤΟΣ!

Ο μανάβης μου ο Σταύρος
μπακάλης–μανάβης για την ακρίβεια
μένει ανοιχτός
παρά την κρίση.

Άνδρας νέος, στα σαράντα
χοντρούλης και συμπαθής
με ξανθοκάστανα σγουρά μαλλιά,
λίγο φαλακρός
παντρεμένος με την Τασούλα
την χαμογελαστή κι ευγενική,
λιγάκι ευτραφή
που ονειρευόταν να γίνει
αστυνομικός
μα δεν την άφησε αυτός
«–Γυναίκα, γαρ», σου λέει.
Μαζί όμως στην οικογενειακή
επιχείρηση
με δυο παιδιά.

Τον Βασίλη –από παιδί τον γνώρισα
ώσπου έγινε δεκαοχτώ
κι έφυγε στρατιώτης–
Κρατούσε το μαγαζί απ’ όταν
ήταν στο γυμνάσιο
στις ώρες απουσίας του πατέρα.
Κι έκανε άρση βαρών.
με το σχολείο τίποτα.

Και την μικρή την Έφη
που την ξέρω από γεννησιμιού της.
Είναι τώρα στο δημοτικό.
Χαριτωμένη κι έξυπνη από νωρίς
καλή μαθήτρια, με όνειρα.

Τόσα χρόνια του ’λεγα του Σταύρου:
«–Εγώ, δεν πάω στο σούπερ μάρκετ,
ό,τι γίνει. Προτιμώ τους μικρούς
να ’χω σχέση προσωπική».

Δώσ’ του, λοιπόν, οι παραγγελίες
και το χρήμα να ρέει…

Ώσπου ήρθε η κρίση.
Με είδε από μακριά
να κουβαλάω από το σούπερ
για φθηνότερα
και μου φωνάζει:

«–Κυρία Χρηστάρα, μην
στέκεστε στην ουρά και περιμένετε.
Θα σας τα φέρνω εγώ από ’κει
χωρίς επιβάρυνση.
Με στηρίξατε τόσα χρόνια…»

Έτσι πια μισά-μισά.
Λίγα απ’ το μαγαζί
λίγα από την αλυσίδα,
χωρίς κόπο.

Τι σου κάνουν οι καλοί άνθρωποι.
Μιλάμε πλέον στον ενικό…

Και του βάζω ακόμη
ώρες-ώρες τις φωνές:
” -Θα τα φέρνεις στην
ώρα που υποσχέθηκες! “

Leave a comment