It’s the anarchy of poverty
delights me, the old
yellow wooden house indented
among the new brick tenements
or a cast-iron balcony
with panels showing oak branches
in full leaf. It fits
the dress of the children
reflecting every stage and
custom of necessity —
Chimneys, roofs, fences of
wood and metal in an unfenced
age and enclosing next to
nothing at all: the old man
in a sweater and soft black
hat who sweeps the sidewalk —
his own tenfeetofit—
in a wind that fitfully
turning his corner has
overwhelmed the entire city
Οι φτωχοί
Είναι η αναρχία της φτώχειας
που με ευχαριστεί, το παλιό
κίτρινο ξύλινο σπίτι
ανάμεσα στις καινούργιες πολυκατοικίες από τούβλα
ή ένα μπαλκόνι από χυτοσίδηρο
με πάνελ που δείχνει κλαδιά βελανιδιάς
σε πλήρη φυλλωσιά. Ταιριάζει
με το ντύσιμο των παιδιών
αντανακλώντας κάθε στάδιο και
συνήθεια της αναγκαιότητας –
Καμινάδες, στέγες, φράχτες από
ξύλο και μέταλλο σε μια περιφραγμένη
εποχή και περιφράσσοντας δίπλα σε
τίποτα απολύτως: ο γέρος
με πουλόβερ και μαλακό μαύρο
καπέλο που σκουπίζει το πεζοδρόμιο –
τα πόδια του-
σε έναν άνεμο που φυσάει άστατα
στρίβοντας στη γωνία του έχει
έχει κατακλύσει ολόκληρη την πόλη
*Απόδοση: Δημήτρης Τρωαδίτης.
