Roger Robinson, Δύο ποιήματα

ΜΠΡΙΞΤΟΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ 201

Με καπέλα, κουκούλες και μπάνταρες
ξεχύνονται στο Μπρίξτον από τα στενά
οπλισμένοι με τούβλα, μπουκάλια και παλιοσίδερα
τη μυρωδιά του πετρελαίου στη μύτη τους,
τη σταχτιά γεύση του καπνού στη γλώσσα τους
λεηλατούν καταστήματα τηλεφωνίας, ορμούν
σε καταστήματα με αθλητικά παπούτσια,
φωτισμένοι από τις λάμψεις της φωτιάς.
Καθώς σύννεφα πυκνού μαύρου καπνού βγαίνουν
από μέσα, εκείνοι στέκουν για μια στιγμή
ακίνητοι μετρώντας με το βλέμμα την καταστροφή
τα διαλυμένα σιδερένια ρολά.
τους πριονωτούς σταλακτίτες από γυαλί
ύστερα, ήρεμα, η αγέλη απομακρύνεται
αντλώντας αίμα, αντλώντας αίμα. 

*

ΧΛΩΡΙΔΑ ΤΟΥ ΜΠΡΙΞΤΟΝ

Στη σύριγγα που είναι καρφωμένη
στης φλέβας σου τον μίσχο, ακόμα
υπάρχουν ανθισμένα αιμάτινα πέταλα,
ένα κολιμπρί που ρουφάει
νέκταρ, μια μέλισσα με μυτερό κεντρί.
Τα αιχμηρά θραύσματα πάγου
στα αιμοφόρα σου αγγεία
λιώνουν· η κίνηση
κι οι συζητήσεις ατονούν·
μαραίνεται σιγά σιγά το κεφάλι σου
Τα χείλη σου είναι πέταλα
με ολόλευκη κρούστα καλυμμένα.
το δέρμα σου με στεγνή γύρης
τα μάτια σου, βαμμένα ροζ
στρέφονται προς τον ήλιο
Λένε πως ήσουν
ένα πανέμορφο λουλούδι κάποτε. 

*Από την συλλογή “Ξενοδοχείο για πεταλούδες”, Εκδόσεις Κείμενα, 2023. Μετάφραση: Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος.

Leave a comment