Τώνια Τζιρίτα Ζαχαράτου, Δύο ποιήματα

Ένα φυτό στις παρυφές του κόσμου 

Περπατώ πίσω σου
με τ’ ασταθή βήματα ενός ξεκινήματος
πουλάκι που ραμφίζει επίμονα
το κέλυφος του αυγού
χωρίς να γνωρίζει το σχήμα
των πραγμάτων που θα ’ρθουν.

Ανασηκώνεις ένα φυτό
παρατημένο πλάι στον κάδο
με τα φυλλαράκια του μπλεγμένα
σαν τις ανάστατες μπούκλες σου
πάνω στο χώμα όπου φυτρώνει
κι εσύ ολοένα ανθίζεις μεσ’ από μια ρωγμή

σφίγγοντας τη γλάστρα στον κύκλο
που σχηματίζει η καρδιά με τις παλάμες.
Θα σκόνταφτα και θα ’πεφτα
στην άκρη του πεζοδρομίου
αν η γαλήνη των χεριών σου δεν ακουγόταν
να γίνεται σιγά σιγά
ήχος ξερών κλαδιών που σπάνε
σε μια θεραπεία που έχει ήδη ξεκινήσει καθ’ οδόν.

Αν δεν σ’ αφουγκραστώ, κλαδευτή
του φυτού που αναρρώνει,
αν δεν σ’ ακολουθήσω, κλακ κλακ, ως το τέλος του δρόμου
πώς θα συναντήσω τον κόσμο ξανά.

*

Επιστροφή από την επαρχιακή οδό

Είναι αλήθεια·
δεν υπάρχει αρκετή ομορφιά στον κόσμο.
Ξεκινήσαμε αργά.
Το φως γλιστρά στις άκρες
των δαχτύλων με μια ακαριαία κίνηση
που την ονομάζεις γελώντας το πέταγμα της σερπαντίνας.
Η νύχτα στην εξοχή έχει την ποιότητα
των πρώτων λεπτών στο σκοτάδι
όταν τα μάτια ανοιγοκλείνουν
αναμένοντας μια οικειότητα που αναβάλλεται.
Όταν το φεγγάρι δεν ανατέλλει,
γινόμαστε τα φώτα του κινούμενου τοπίου
κι αντικρίζουμε τα καύκαλα, τα κελύφη και τα κόκαλα
τη στιγμή ακριβώς που θρυμματίζονται κάτω απ’ τη ρόδα.
Με τέτοιους ήχους αποκοιμιέσαι.
Η αναπνοή σου στο διπλανό κάθισμα
μ’ αγγίζει ανεπαίσθητα εκεί όπου
πριν λίγο υπήρχε μόνο υποψία.
Αναπνέω μαζί σου
κι αποφασίζω να οδηγήσω
χωρίς σταματημό
πέρα απ’ την επαρχιακή οδό
με τις σκοτωμένες αλεπούδες
και τους άπνοους σκαντζόχοιρους
αφημένους στον χρόνο
που θέλει το σώμα για να λιώσει.
Θα εξακολουθήσω να οδηγώ
ακόμα κι όταν ο δρόμος τελειώσει· στη θάλασσα—

*Από τη συλλογή “Εμείς και ο κόσμος”, Εκδόσεις Θράκα, 2024.

Leave a comment