Η μάνα μου είχε μονάχα ένα φουστάνι
Το έπλενε τη νύχτα και το στέγνωνε δίπλα
στην κουζίνα.
Το πρωί μύριζε άρωμα λουλουδιών.
Δεν τη ρώτησα ποτέ γιατί
δεν είχε ένα δεύτερο,
δεν ήθελα να είχε άλλο.
Εγώ έτσι την γνώρισα
με το ροζ φουστάνι μέχρι το γόνατο.
Όταν μια μέρα
αγόρασε ένα κίτρινο μεταξωτό πουκάμισο
πήρα κρυφά το ψαλίδι
το έκοψα σε μικρά κομμάτια
και γέμισα τις τσέπες μου.
Η μάνα σιώπησε δυο μέρες
και εγώ χαιρόμουν μέσα μου
που εκείνη θα φορούσε το ίδιο φουστάνι
και στο μυαλό μου αντηχούσε η σκέψη
πόσο πολύ θέλω να της μοιάζω.
Σήμερα καταλαβαίνω τη μάνα μου
κι οι απορίες μου λύθηκαν,
καταλαβαίνω τη μαχητικότητά της
τη μελαγχολική μελωδία
των αναστεναγμών της τα βράδια
νανούρισμα ελπίδας στα όνειρά μου.
Καταλαβαίνω τα πάντα.
Μα γιατί έπρεπε να είχε
ένα φουστάνι μονάχα;
Ανοίγω τα φύλλα της ψυχής μου
και βλέπω τη σωσία της
όλα τα χρόνια της
να γκριζάρουν μπροστά
σ’ έναν καθρέφτη θύμησες.
*Από τη συλλογή «Το σκυλί μέσα στο κεφάλι μου», Εκδόσις Κοινωνία των (δε)κάτων.
