Αντωνία Μποτονάκη, Μυθιστόρημα γ΄ (δικαίωση) 

Σαν έφτασε, έτσι ωχρός κι αδύνατος
σαν καύκαλο χελώνας ο νεκρός

έτσι ξεπαγιασμένος
με κείνα τα γελοία εσώρουχα

κι ως να μην έφταναν αυτά
μπογιαντισμένος -ως είθισται στις μέρες μας-
με παραγεμισμένα μάγουλα και κολλημένα χείλη

έτσι, ελεεινός, στην πόρτα στάθηκε του κάτω κόσμου.

Σαν βγήκε ο άγγελος για την παραλαβή
φοβήθηκε ο νεκρός.

Να κλαίει άρχισε, να οδύρεται. 
Δεν ήμουνα καλός, να λέει
μήτε πατέρας, μήτε σύντροφος, οκνός, δειλός, και γυναικάς και πότης.

Κι άλλα πολλά ετοιμαζότανε να πει
μα ο άγγελος σήκωσε τη ρομφαία
-μακάρι να ‘ταν χέρι- 
και τον σταμάτησε.

Σε είχα δει. Έτσι του είπε. 
Τρυφερά. 
Σε είχα δει πώς μπόλιαζες τα δέντρα, πώς έπλαθες τη λάσπη 
και πώς με τις ασφοδιλιές έφτιαχνες ανεμόμυλους.

Και πέτρα λησμονιάς τού ‘δειξε να καθίσει.

*Από τη συλλογή “Τη γλώσσα τ την πελταξαν στη γάτα”, εκδ. Θράκα, 2024.

Leave a comment